Θεσσαλονίκη: Μια «πεταλούδα» που αναπνέει δηλητήριο

Το σχήμα πεταλούδας και η ρυμοτομία της δομημένης πόλης, το ανεπαρκές πράσινο, η απουσία βασικών συγκοινωνιακών υποδομών, το μικροκλίμα, τα τζάκια και οι σόμπες, η ΒΙΠΕ και το flyover. Ζούμε στην πιο ρυπασμένη πόλη της Ελλάδας;

Στις αρχές του χρόνου σήμανε συναγερμός στα στελέχη της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας που παρακολουθούν τις διακυμάνσεις των αιωρούμενων σωματιδίων μέσω του δικτύου των 9 σταθμών καταγραφής της ποιότητας του αέρα στη Θεσσαλονίκη. Οι τιμές είχαν ξεπεράσει το θεσμοθετημένο όριο των 50mg/m3 για τα σωματίδια ΡΜ10 επί 3 ως και 7 μέρες, μόνο στις πρώτες δύο εβδομάδες του χρόνου, όταν το σύνολο των υπερβάσεων σε ολόκληρο το έτος δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 35 μέρες. «Αν συνεχίσουμε έτσι, έχουμε στο τσεπάκι μας άλλη μια καταδίκη για το 2024», έλεγαν σκωπτικά, υπενθυμίζοντας την «καμπάνα» του ευρωδικαστηρίου, λίγους μήνες νωρίτερα, για τις υπερβάσεις μιας σειράς παρελθόντων ετών.«Συγκρίναμε το διάστημα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου με το αντίστοιχο δίμηνο πριν ένα χρόνο. Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιόδους ήταν η έναρξη εργασιών για το flyover», λέει στην ΠΡΑΞΗ ο τότε αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης-Περιβάλλοντος και νυν αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης, Κώστας Γιουτίκας και συμπληρώνει: «Η αύξηση στους αέριους ρύπους ήταν πολύ μεγάλη, και όχι μόνο στο κέντρο. Είχαμε μεγάλες υπερβάσεις και στα ανατολικά, στην Καλαμαριά, γεγονός που εξηγείται από το ότι η πόλη είχε κυριολεκτικά φρακάρει τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες, με τεράστια κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά μέσα στον αστικό ιστό». Το τέλος του –ευτυχώς ήπιου- χειμώνα και η άνοδος της θερμοκρασίας, σε συνδυασμό με κάποια μέτρα περιορισμού ρυπογόνων δραστηριοτήτων στην πόλη, περιόρισαν το πρόβλημα στη συνέχεια. Οι υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια μειώθηκαν, δίνοντας τη θέση τους σε δευτερογενείς ρύπους, όπως το όζον, ενώ τα συνεχή επεισόδια μεταφοράς αφρικανικής σκόνης ήρθαν να προστεθούν στην εξίσωση. Η προσδοκώμενη έναρξη λειτουργίας του μετρό, πριν από την έλευση του επόμενου χειμώνα, εκτιμάται πως θα μειώσει σε ποσοστό περίπου 15% την κυκλοφορία οχημάτων στο κέντρο της πόλης. Η ιστορία θα δείξει αν αυτό θα απαλλάξει τη Θεσσαλονίκη από την αρνητική πρωτιά της πιο ρυπασμένης πόλης στην Ελλάδα, την οποία διεκδικεί με αξιώσεις τα τελευταία χρόνια.

Ένα εκρηκτικό μείγμα παραγόντων
Οι κύριες πηγές ρύπανσης της Θεσσαλονίκης είναι η καύση βιομάζας για θέρμανση, η αυξημένη κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω και της απουσίας μέσου σταθερής τροχιάς και η βιομηχανική δραστηριότητα. Σε μικρότερο βαθμό έχουν ενοχοποιηθεί η μεταφορά σκόνης από το λιμάνι και τις αγροτικές περιοχές περιμετρικά. Το σχήμα «πεταλούδας», με στενό κέντρο και «φτερά» στην ανατολική και δυτική της πλευρά, όπως εύστοχα το έχει περιγράψει ο Σπύρος Βούγιας, η ρυμοτομία της πόλης και μετεωρολογικοί παράγοντες (λιγότερες μέρες με «Βαρδάρη», περισσότερη υγρασία, λιγότερες βροχές), συντελούν σε μεγαλύτερη αέρια ρύπανση και στον εγκλωβισμό της στα χαμηλά στρώματα. «Όλα αυτά σωρευτικά συνθέτουν ένα μείγμα που κατά περιόδους δημιουργεί εξάρσεις, ιδιαίτερα την περίοδο των γιορτών», παρατηρεί ο κ. Γιουτίκας. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ιδιαίτερα κακή εικόνα του Ιανουαρίου βελτιώθηκε στη συνέχεια, επειδή: α) οι Δήμοι τροποποίησαν το πρόγραμμα αποκομιδής απορριμμάτων με έμφαση τις βραδινές ώρες, β) κάποιοι αλλάξαμε συνήθειες και αποφεύγουμε το κέντρο σε ώρες αιχμής, γ) η τροχαία έχει παρέμβει αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες αρτηρίες, δ) σταμάτησαν οι καύσεις για θέρμανση. «Η Περιφέρεια ενθαρρύνει και χρηματοδοτεί δράσεις των δήμων για περισσότερους και πιο ασφαλείς ποδηλατόδρομους, περισσότερο πράσινο με δενδροφυτεύσεις και αστικές αναπλάσεις, περισσότερο δημόσιο χώρο, ηλεκτροκίνηση», καταλήγει.  

Γύρη, όζον και σκόνη
Τα αιωρούμενα σωματίδια έχουν μειωμένη συνεισφορά στα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης της πόλης κατά την ανοιξιάτικη – καλοκαιρινή περίοδο. Από την άλλη, μια σειρά από παράγοντες που οφείλονται σε φυσικούς μηχανισμούς, οδηγούν σε αύξηση συγκεντρώσεων διάφορων ρύπων. 
Όπως εξηγεί στην ΠΡΑΞΗ ο διευθυντής του Εργαστηρίου Μηχανικής και Αειφορίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, αναπληρωτής καθηγητής, Χρίστος Βλαχοκώστας, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (κυρίως την άνοιξη) παρατηρούνται:

> αύξηση των εκπομπών σωματιδίων γύρης 

> μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα και δευτερευόντως από τη Μ.Ανατολή 

> δευτερογενείς ρύποι, με κυριότερο το όζον (Ο3), σχηματίζονται στην ατμόσφαιρα. «Μέσω συγκεκριμένων διεργασιών η ύπαρξη ηλιακής ακτινοβολίας οδηγεί στον μετασχηματισμό των μονοξειδίων του αζώτου (NOx) που κατά κύριο λόγο εκπέμπονται από τις εξατμίσεις των οχημάτων, σε όζον (Ο3), αυξάνοντας σημαντικά τις συγκεντρώσεις του εντός του αστικού ιστού, αλλά κυρίως στις περιαστικές περιοχές», αναφέρει ο κ. Βλαχοκώστας. 

Τελικά είναι η Θεσσαλονίκη η πιο ρυπασμένη πόλη της Ελλάδας; Ο αναπληρωτής καθηγητής απαντά πως σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί  ως μια πόλη με πολλαπλές υπερβάσεις στα επίπεδα των ατμοσφαιρικών ρύπων. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι σε πολλές από τις υπερβάσεις των αιωρουμένων σωματιδίων συνεισφέρουν φυσικές πηγές (π.χ. σκόνη) οι οποίες από πολλούς επιστήμονες δεν χαρακτηρίζονται ως αντίστοιχης  επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία, όσο αυτές που προέρχονται από ανθρωπογενείς πήγες (π.χ. από καύση). «Υπάρχει μια συζήτηση πόσο εφικτά είναι τα όρια της νομοθεσίας, ειδικά για τις πόλεις του ευρωπαϊκού νότου σε σχέση με αυτές του βορρά», σημειώνει. Ο ίδιος εκτιμά πως η έναρξη λειτουργίας αρχικά του μετρό και σε επόμενο χρόνο του flyover θα ελαφρύνει σημαντικά τον κυκλοφοριακό φόρτο στο κέντρο της πόλης τα επόμενα χρόνια. Ως τότε, προτείνει να δοθούν κίνητρα για τη μείωση της καύσης βιομάζας για οικιακή θέρμανση και για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, διείσδυση ηλεκτροκίνησης, αναβάθμιση συγκοινωνιακών υποδομών και δημιουργία ασφαλών ποδηλατοδρόμων.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Βασίλης Ιγνατιάδης

Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο free press περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ- ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2024)