Ρούλα Πατεράκη: «Η ζωή μου έχει άπειρα διαστήματα νεότητας και γήρατος»

Η ζωή της Ρούλας Πατεράκη είναι ταυτόσημη με το θέατρο. Φετινοί σημαντικοί σταθμοί, το Θέατρο Δάσους και η Επίδαυρος, όπου αναλαμβάνει τον ρόλο της Εκάβης στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.

Παρότι οι «Τρωάδες» γράφτηκαν το 415 π.Χ., βλέπουμε ότι ο πόλεμος παραμένει ακόμα μία πραγματικότητα για πολλούς συνανθρώπους μας. Πιστεύετε ότι θα μάθουμε ποτέ από τα λάθη μας;

Συνήθως σκεφτόμαστε με δυϊσμούς:  καλό-κακό, ηθικό-ανήθικο, πόλεμος- ειρήνη. Αυτές είναι συγκεχυμένες έννοιες γιατί δεν σημαίνει ότι όπου υπάρχει ειρήνη δεν βράζει ο πόλεμος, ούτε μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Η λέξη λάθος είναι τόσο διάτρητη όσο και οι λέξεις αλήθεια ή ψέμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι  μία αναντίρρητη πραγματικότητα.

Πώς αναμετρηθήκατε με την τραγική φιγούρα αυτού του μυθικού προσώπου της Εκάβης;

Δεν ήθελα να αναμετρηθώ μαζί της. Αντιθέτως, προσπάθησα να παρακολουθήσω αυτό που συνέβαινε μέσα από τους στίχους του Ευριπίδη και τη σκηνοθετική γραμμή του Χρήστου Σουγάρη. Επεδίωξα να καταλάβω όσο το δυνατόν λιγότερα και να ανακαλύψω πτυχές της μέσα από μία ψυχοσωματική λειτουργία.

Το έργο εστιάζει στο μεγαλείο των γυναικών της Τροίας, οι οποίες διατηρούν τη δύναμη της ψυχής τους ακόμα και μετά την καταστροφή της πατρίδας τους. Πώς μπορούμε να βρίσκουμε τη χαμένη ανθρωπιά μας στις πιο δύσκολες στιγμές;

Το να βρίσκουμε τη χαμένη ανθρωπιά μας στις πιο δύσκολες στιγμές δεν συμβαίνει ποτέ. Άλλωστε για μένα η ανθρωπιά είναι μια ύποπτη υπόθεση, διάτρητη και παρακινδυνευμένη. Κυρίως στις δυσκολότερες στιγμές το πρώτο που θα χαθεί ανυπερθέτως και ανεπανάληπτα είναι η ανθρωπιά μας. Πιστεύω ότι είναι θέμα επιβίωσης, ένστικτο που χαρακτηρίζει όλα τα ζώα (και ο άνθρωπος ασφαλώς είναι ζώο, ίσως και το χειρότερο)  όταν καιροφυλακτεί  ο θάνατος, όταν υπάρχει φτώχεια και δύσκολη αρρώστια. Ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες έχουν πιο ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το χάος οξύνει περισσότερο τα νύχια της επιβίωσης.

Τι ρόλο παίζουν τα συναισθήματα στη ζωή σας;

Η δική μου ζωή έχει άπειρα διαστήματα νεότητας και γήρατος. Πέθανα και ξαναγεννήθηκα τόσες φορές που δεν θυμάμαι πλέον εάν τα συναισθήματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.  Θυμάμαι περισσότερο τις διεγέρσεις των αισθήσεων μετά από ερεθισμούς που αρνήθηκαν να ταυτιστούν με τα συναισθήματά μου. Άλλοτε αυτές οι διεγέρσεις μου δημιουργούν μια αίσθηση μεγάλης πληρότητας και αυτή με τη σειρά της καλλιεργεί τη δημιουργικότητά μου.

Καταγόμενη από μία αστική και μορφωμένη  οικογένεια που σας προέτρεψε να ασχοληθείτε με το θέατρο, αισθανθήκατε ποτέ  από τους γονείς σας την πίεση να είστε πάντοτε πρώτη;

Ναι, οι γονείς μου είχαν αυτή την τάση για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Η μεν μητέρα μου, που  καταγόταν από διακεκριμένη οικογένεια πολιτικών και η οποία διέθετε μια δόκιμη παιδεία ακολουθώντας πανεπιστημιακές σπουδές, είχε αυτή την τάση. Ο δε πατέρας μου, ένα φτωχό παιδί που πέτυχε μιαν άνοδο χάρη στην ιδιαίτερη ευφυία του,  μέσα από το δικό του αστικό μετασχηματισμό είχε για τα παιδιά του μεγάλες προσδοκίες. Ενώ φαινόταν ότι υπήρχε κάποια δημοκρατικότητα για τις επιλογές των τέκνων, ωστόσο υπήρχε πάντα επιβολή η οποία δημιουργούσε ενοχικές τάσεις στα παιδιά, υποχρεώνοντάς τα να πρωτεύουν.

Μεγαλώσατε κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, αφού η πρώτη σας εμφάνιση ήταν σε ηλικία 10 ετών. Έχετε φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή σας αν είχατε ασχοληθεί με κάτι άλλο;

Παρόλο που ήμουν ένα παιδί  αρκετά αναρχικό και δύσκολο, μην ξέροντας τι είναι η δραματική σχολή, υπέκυψα στην απόφαση των γονέων μου και πήγα στη σχολή σε ηλικία δέκα ετών. Θεωρήθηκα παιδί-θαύμα. Αναγκαστικά ακολούθησα το θέατρο. Τώρα, κοιτώντας πίσω, σκέφτομαι ότι ίσως μπορούσα να είχα κάνει και άλλα πράγματα που τα αγαπώ πολύ, αλλά τώρα πια πως μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο από το θέατρο;

Από τα πρώτα βήματα της πορείας σας, εκτός από την υποκριτική,  στραφήκατε προς τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία. Ποια η ανάγκη σας για αυτές τις δύο κατευθύνσεις;

Ο Κυριαζής Χαρατσάρης -ο μόνος δάσκαλος που είχα στη ζωή μου, ειδικώς και γενικώς, με το παράδειγμά του και τα με τα λόγια του- με προγραμμάτισε για μια πιο ερευνητική σχέση με την τέχνη του θεάτρου. Κάποια στιγμή είχε πει στη μητέρα μου ότι αν προχωρήσω μόνη μου, θα βρω καινούργιους δρόμους. Εγώ τον άκουσα. Ήθελα να δημιουργήσω κάτι μέσα από το οποίο να υπάρξω κι εγώ. Γι’ αυτό άρχισα να διδάσκω και να σκηνοθετώ προσπαθώντας να διεγείρω στους άλλους  αυτά που ένιωθα η ίδια.

Σας αναζωογονεί η αλληλεπίδραση  με νέους σπουδαστές;

Για μένα, αναζωογόνηση είναι όταν πέφτω επάνω σε ανθρώπους που έχουν το θείο δώρο. Υπάρχει συγκίνηση, η αρχή δηλαδή του πάθους που με επανασυμφιλιώνει με τη μεγάλη περιπέτεια της τέχνης του θεάτρου. Όμως, αναγνωρίζω ότι οι προσδοκίες μας αγγίζουν την ουτοπία. Οι νέοι, αν και έχουν όνειρα, ωστόσο δεν σημαίνει ότι όλοι ανεξαιρέτως έχουν και το δώρο. Άρα, δεν θέλω να λέω ούτε «τόπο στα νιάτα», γατί σώνει και καλά τα νιάτα όπως και τα παιδιά είναι υπόσχεση του μέλλοντος, αλλά ούτε να κάνω και υποκλίσεις στα «σεβάσμια γηρατειά», τα οποία τις περισσότερες φορές δεν είναι και τόσο σεβάσμια.

Έχετε πρωτοστατήσει στα θεατρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης μέσα από την Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης και με τη συμμετοχή στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης. Έπειτα από μία διαδρομή τόσων ετών, πώς νιώθετε που επιστρέφετε στην πόλη;

Πρώτη φορά αισθάνομαι ασφάλεια για μια συγκεκριμένη εργασία, μετά από πρόσκληση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για τη συμμετοχή μου στις «Τρωάδες» με τον ρόλο της Εκάβης.  Βρισκόμαστε στη διαδικασία των προβών, με επικεφαλής τον Χρήστο Σουγάρη να μας καθοδηγεί σωστά, μαζί με  όλους τους λαμπρούς συναδέλφους μου ηθοποιούς. Ο χρόνος μας κυγηγάει αλύπητα, αλλά εμείς «ανεβαίνουμε» για το Θέατρο Δάσους, στις 6 Ιουλίου.

Συνέντευξη: Λία Κατσανά
Φωτογραφίες: Γιάννης Αμοιρίδης

*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ- ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2023)