Πάνε πέντε χρόνια που στο μπαλκόνι του ΠΡΑΞΗ με θέα στην εξαίσια γυάλινη οροφή του Βιταλιάνο Ποζέλι συζητούσαμε με την Ελένη και τους συνεργάτες της για το καινούριο περιοδικό. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι, μιλούσαμε χαμηλόφωνα για διακοπές και με συστολή, όπως κάποτε μιλούσανε για την αγάπη, είχαν προηγηθεί δύσκολα χρόνια. Βέβαια ούτε η πενταετία που ανοιγόταν μπροστά μας ήταν σπαρμένη με ροδοπέταλα. Το αντίθετο, ο δρόμος ήταν γεμάτος αγκάθια, αλλά είχε και πολλές εμπειρίες, γνώσεις, σκέψεις και στοχασμούς, πράγματα που μας άλλαξαν με τρόπο που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε και που ούτε ακόμη φανταζόμαστε.
Μέσα στο κεφάλι μας όλα αυτά ακόμη μοιάζουν με δίνη σε ουρανό πριν εκραγεί, οι μικρές ψηφίδες όλων εκείνων που πήγαν τη ζωή μας σ’ ένα ανεξερεύνητο τότε πεδίο, σε μια άγνωστη τότε για μας χώρα, είναι σπαρμένες μέσα στις αναμνήσεις μας. Αυτές συνθέτουν το θολό, απατηλό τοπίο της μνήμης μέσα στο οποίο ορίζεται η επικράτεια του προσωπικού μας παραδείσου. Καμιά φορά και κόλασης.
Θα πίστευε ίσως κάποιος πως υπάρχει ασφάλεια στο να μιλά κανείς για το χθες. Αλλά δεν υπάρχει καμία. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Πατρίκ Μοντιανό, το να μιλά κανείς για το χθες δεν σημαίνει πως μιλά για το παρελθόν. Στην πραγματικότητα μιλά για τον χρόνο.
Ίσως το ίδιο με συμβαίνει και με το μέλλον. Μιλώντας για αυτό είναι στην πραγματικότητα σαν να μιλάμε για τον χρόνο υιοθετώντας τις ίδιες μυστικές τελετουργίες κατά τη μεταφορά από το παρελθόν στο παρόν και μετά στο μέλλον, όχι μόνο των φόβων αλλά κυρίως των προσδοκιών μας. Γιατί πάντα περιμένουμε κάτι από το μέλλον. Πάντα πιστεύουμε πως κάτι μας οφείλει, πως έρχεται να κλείσει μια εκκρεμότητα, να βελτιώσει, να ξεκαθαρίσει. Ακόμα κι αν είναι τόσο αινιγματικό όσο το μέλλον που περιμένουμε.
Ωστόσο έχω την εντύπωση πως ποτέ στο παρελθόν δεν είδαμε μέλλον να εισβάλλει από παντού με τρόπο τόσο ασυγκράτητο. Εξάλλου δεν πρόκειται ν’ αλλάξει μόνο εμάς. Πρόκειται ν’ αλλάξει τον κόσμο. Και οι πρώτες αλλαγές έχουν ήδη συμβεί μπροστά στα μάτια μας, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τις δούμε ή να μιλήσουμε γι’ αυτές.
Επιχειρώντας μια πρόχειρη χαρτογράφηση του μέλλοντος δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από τις πόλεις. Στον χώρο που διασταυρώνονται τα βήματά μας με άλλα βήματα, στον χώρο που βρίσκουμε τους άλλους γιατί πάντα σε αυτούς επιστρέφουμε.
Η ζωή αναμένεται να επιστρέψει σε αυτές μετά την πανδημία και πολλοί λένε πως αυτό έχει ήδη συμβεί. Ωστόσο, έχουν αλλάξει πολλά από τα χαρακτηριστικά της αστικής μας συνύπαρξης. Στο μέλλον που μας πλησιάζει, το οποίο ίσως να έχει φτάσει ήδη, λαχταρά ο ένας τον άλλο, όμως ανάμεσά μας έχει προκύψει μια νέα συνθήκη, μια ανησυχητική αίσθηση πως αυτό που τώρα έχουμε ίσως αύριο να μην το έχουμε. Δεν υπάρχει χρόνος για πέταμα, χρόνος για σκότωμα, χρόνος για πειράματα. Γενικά διακατεχόμαστε ήδη από την αίσθηση πως δεν υπάρχει χρόνος. Αυτό μας κάνει ίσως κλειστούς και στενούς αλλά το μέλλον που φτάνει βάζει νέους όρους στο σχετίζεσθαι, ορίζει το δικό του πεδίο.
Και η εργασία έχει αλλάξει. Βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη το μεγαλύτερο πείραμα τετραήμερης εργασίας στη Μ. Βρετανία, αναμένεται να ακολουθήσει η Ισπανία, ίσως κάποια στιγμή ακολουθήσουμε και εμείς. Η εκπαίδευση έχει αλλάξει, η ψυχαγωγία, ο πολιτισμός έχει αλλάξει. Οι αλλαγές είναι τόσο πυκνές και ραγδαίες που μας δυσκολεύουν να τις κατανοήσουμε, να ξεχωρίσουμε τη φασαρία από την ουσία, το αληθινά σημαντικό απ’ αυτό που μοιάζει απλά ως τέτοιο.
Μέσα από τις περιπέτειες της τελευταίας διετίας, πλέον περισσότερο, την ανατροπή της καθημερινότητας, την αίσθηση του κινδύνου μετά από μια αιματηρή εισβολή χώρας σε άλλη χώρα, η σχεδόν απτή αίσθηση της κρίσης, οι βαθιές τομές που σημειώνονται σε κάθε τι, το πώς αλλάζει η στάση απέναντι σε ζητήματα που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε σπουδαία όμως τώρα πλέον ασήμαντα, ανόητα ακόμα κι επικίνδυνα, το μέλλον που φτάνει είναι γεμάτο φορτία, άγνωστες λέξεις κι αβεβαιότητες.
Με την αίσθηση του επείγοντος, του φόβου να μην μείνουμε απ’ έξω, να μη χάσουμε το τρένο, τον χρόνο και την αίσθησή του ας επιχειρήσουμε να σταθούμε απέναντι στο μέλλον με το μυαλό ανοιχτό. Δεν χρειάζεται να είμαστε έτοιμοι από καιρό, ούτε καν θαρραλέοι, ίσως κανείς ποτέ να μην ήταν μπροστά σε αλλαγές που μεταβάλλουν κατά πολύ το λεξιλόγιο μιας καθημερινότητας, καθώς εισχωρούμε στην επικράτεια, το σύμπαν και το μετασύμπαν του ανοίκειου, ας σκεφτούμε τη δική μας θέση μέσα στον κόσμο. Στο αν μπορούμε να μην ενδώσουμε στις μεγάλες πιέσεις, στο να κρατάμε την ψυχραιμία μας στις μικρές αλλά και τις μεγαλύτερες και σοβαρότερες αναποδιές, στο να μην μας φταίνε πάντα οι άλλοι, στο να προσπαθούμε να τους καταλάβουμε και να καταλάβουμε.
Στο μέλλον που έρχεται η πιο μεγάλη πρόκληση είναι να βγούμε για λίγο από τον εαυτό μας, κάνοντας μια διαφορετική ιεράρχηση των πραγμάτων, σκεπτόμενοι εκ νέου για το ποιο είναι το πραγματικό, ποιο το σημαντικό, τι στ’ αλήθεια έχει αξία. Μέσα σε ένα κόσμο με συναρπαστικές ή και βασανιστικές αβεβαιότητες δείχνει πως ο σεβασμός, η αποδοχή χωρίς υποσημειώσεις και η καλοσύνη είναι το όχημα. Εκείνο στο οποίο πρέπει να επιβιβαστούμε για να μην χάσουμε τον άλλο, τον εαυτό μας, το νόημα της ίδιας της ζωής.
Γράφει η Εύη Καρκίτη
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ- ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2022)