Στεφανία Γουλιώτη: Η πτώση παραμονεύει συνεχώς γύρω μας

Με το αστείρευτο ταλέντο, τον δυναμισμό και την ενέργειά της, η Στεφανία Γουλιώτη μας έχει χαρίσει εξαιρετικές στιγμές στο θεατρικό σανίδι και τη μικρή οθόνη. Φέτος, έχοντας περάσει από τους ρόλους της Ruth στο The Doctor και της Αλεξάνδρας στο Maestro, τώρα έρχεται η σειρά της να υποδυθεί τον ρόλο της Μεγάρας στον “Ηρακλή Μαινόμενο”, μία παράσταση που θα ταξιδέψει σε περισσότερους από 40 σταθμούς σε ολόκληρη τη Ελλάδα, κάνοντας μία στάση και στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης.

Μετά από μία πολύ επιτυχημένη σεζόν στο The Doctor, ήρθε η στιγμή για τη συμμετοχή σας στην τραγωδία “Ηρακλής Μαινόμενος”. Πώς θα περιγράφατε τη μετάβασή σας από τον έναν ρόλο στον άλλο;

Αρχικά, μου φάνηκαν σαν δύο πολύ διαφορετικοί κόσμοι και δύο ακραία αντίθετα έργα, γι’ αυτό μπήκα στη διαδικασία να τα αντιμετωπίσω με πολύ διαφορετικό τρόπο. Όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα πως στην ουσία πραγματεύονται τα ίδια ζητήματα. Αυτό που συνδέει το The Doctor με τον “Ηρακλή Μαινόμενο” είναι η σχέση μας με τον θάνατο, το πόσο κοντά μας είναι δηλαδή και το πώς τον αντιμετωπίζει αφενός μία γυναίκα στην εποχή του Ευριπίδη και αφετέρου μία γυναίκα του σήμερα. Η Μεγάρα αποδέχεται ότι πρέπει να πεθάνει για να μείνει η φήμη της αντάξια των κατορθωμάτων του Ηρακλή, ενώ η Ruth αποφασίζει να αφαιρέσει τη ζωή της επειδή δεν μπορεί να αντέξει τη μοναξιά και την απώλεια του κύρους της. Στην ουσία, κοινό θέμα των δύο έργων είναι ο τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει την πτώση του – και η πτώση είναι κάτι που παραμονεύει συνεχώς γύρω μας. Από τη μία στιγμή στην άλλη, μπορεί να γίνουμε πρόσφυγες, να χάσουμε τη δουλειά μας ή να πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια ασθένεια. Όσο κι αν θέλουμε να ζούμε σε μία φούσκα ευημερίας, η ζωή μας θυμίζει ότι η πτώση είναι πάντα δίπλα. Οπότε, μπορεί μεν αισθητικά τα δύο έργα να είναι διαφορετικά, όμως θεματικά δεν είναι πολύ μακριά το ένα από το άλλο, αφού τα ανθρώπινα ζητήματα δεν έχουν λυθεί. Έχουμε καταφέρει να λύσουμε επιβίωσης ίσως, όμως τα ψυχικά ζητήματα δεν έχουν προχωρήσει με τον ίδιο τρόπο.

Συνεργάζεστε με τον Δημήτρη Καραντζά για δεύτερη φορά. Ποια είναι τα στοιχεία που σας δένουν;

Νομίζω ότι το βασικό στοιχείο που μας συνδέει είναι ο μεγάλος σεβασμός απέναντι στο κείμενο. Εννοείται πως όλοι οι σκηνοθέτες σέβονται το εκάστοτε κείμενο, αλλά ο Δημήτρης το κάνει με έναν ιδιαίτερο και ταπεινό τρόπο, αφού οποιαδήποτε δική μας επέμβαση επάνω σε αυτό έρχεται δεύτερη. Οι παραστάσεις του Δημήτρη είναι απλές, και η απλότητά τους είναι αξιοθαύμαστη και επιτυχημένη γιατί σέβεται το κείμενο, δεν προσπαθεί να το υπερβεί, και καταφέρνει μέσα από αυτήν να περάσει τα μηνύματα που πρέπει. Αυτό θεωρώ πως με τον Δημήτρη το έχουμε βρει σαν κοινό τόπο.

Στο έργο, ο ποιητής θέτει το ερώτημα “ποιος άνθρωπος γεννήθηκε τόσο δυστυχισμένος”. Ποια πιστεύετε ότι είναι η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας για την κοινωνία μας σήμερα και ποιο το αντίδοτο σε αυτή;

Το πρώτο που μου έρχεται ενστικτωδώς σαν μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας είναι η μη αποδοχή της αλλαγής, η μη προσαρμοστικότητα δηλαδή στις αλλαγές που φέρνει η ζωή. Έχουμε ανάγκη να εξασφαλιζόμαστε πίσω από τείχη και μικρές σιγουριές, γεγονός εντελώς αντίθετο από αυτό που προτείνει η ίδια η ζωή. Έτσι, όταν γκρεμίζονται ένα ένα τα κεκτημένα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας. Ακόμα και στο έργο, ο Ηρακλής επιστρέφει σπίτι του νομίζοντας ότι θα βρει την αρμονία, όμως αντιθέτως συναντά έναν νέο εξουσιαστή, και παρόλο που καταφέρνει να προσπεράσει κι αυτή τη δυσκολία, έρχεται μετά η δύναμη του θεού που του υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί να κατορθώνει τα πάντα και ότι η πτώση παραμονεύει.

Τι ρόλο έχει παίξει η απώλεια στη ζωή σας; Πώς διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον ψυχισμό σας;

Παρόλο που είμαστε γεμάτοι απώλειες – αφού συνέχεια κάτι κατακτούμε και κάτι χάνουμε –  πιστεύω πως μία ανθρώπινη απώλεια αφήνει αποτυπώματα τα οποία δεν τα αναγνωρίζουμε τη στιγμή που μας συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν είμαστε ικανοί να δούμε με τι συνείδησή μας τι ακριβώς άφησε πίσω της μια απώλεια. Είναι σαν ένα κάρβουνο που σιγοκαίει διαρκώς μέσα στο στομάχι μας, κάνοντάς μας να αντιδρούμε αναλόγως σε καταστάσεις και ερεθίσματα που φέρνει η ζωή. Προσωπικά, θεωρώ πως με έχει οδηγήσει στο να μη συνδέομαι πολύ με τα πράγματα, αφού ο φόβος της απώλειας μας ωθεί στη δημιουργία χαλαρότερων δεσμών με οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας. Το ίδιο ισχύει και για την απώλεια ενός έρωτα, και είναι μια μεγάλη πρόκληση γιατί γίνεται η αιτία να στερηθείς πολλές εμπειρίες. Έτσι και εγώ αντίστοιχα, όσο κι αν έχω προσπαθήσει να μην το κάνω, είμαι σίγουρη ότι έχω στερηθεί πολλά εξαιτίας του φόβου της απώλειας.

Στον Maestro υποδυθήκατε την Αλεξάνδρα, μια σκληρή γυναίκα που έρχεται αντιμέτωπη με ευαίσθητα ζητήματα. Τι αντίκτυπο θεωρείτε πως είχε στο κοινό η ιστορία της;

Θεωρώ πως δεν υπάρχουν σκληροί άνθρωποι – υπάρχουν σκληρές καταστάσεις τις οποίες έχουν βιώσει στη βάση του φόβου της απώλειας. Για παράδειγμα, στην Αλεξάνδρα δεν είδαμε ποτέ πώς ήταν η σχέση με τη μητέρα της, και ίσως γι’ αυτό θέλει η ίδια να πάρει αυτόν τον ρόλο. Όμως το κάνει πολύ άγαρμπα, με συνέπεια να μας δίνει μία αίσθηση σκληρότητας. Όσον αφορά στην ιστορία της, πιστεύω η σχέση της Αλεξάνδρας με το κοινό είχε ένα στοιχείο περισσότερο κοινωνικοπολιτικό συγκριτικά με άλλες, όπως της Μαρίας Καβογιάννη για παράδειγμα. Μπορεί ο Χριστόφορος να της έδωσε μία εξαιρετικά όμορφη εξέλιξη, ωστόσο επειδή μας παρουσιάστηκε σαν μία γυναίκα που καταπιέζεται για να αρέσει σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, δεν μπορέσαμε να βγάλουμε από πάνω μας την εικόνα αυτή για την Αλεξάνδρα. Ξεκίνησε ως ένας χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το κομμάτι της κοινωνίας που όλοι μισούμε κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή τους ανθρώπους που βγάζουν υπερβολικά πολλά χρήματα και χαρακτηρίζονται από μία απληστία που είναι η πηγή του κακού για πολλούς αδύναμους συνανθρώπους τους.

Ανεβήκατε στο θεατρικό σανίδι από πολύ μικρή. Πώς επηρέασε το γεγονός αυτό την πορεία σας στην υποκριτική;

Σίγουρα μου έδωσε μία αυτοπεποίθηση, η οποία ωστόσο μου γύρισε και σαν μπούμερανγκ, γιατί όταν ανεβαίνεις στη σκηνή με υπερβολική αυτοπεποίθηση, κανείς δεν θέλει να βλέπει τον εγωκεντρισμό σου ή το πόσο μπορείς να εντυπωσιάσεις το κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσαν οι εξετάσεις για τις δραματικές σχολές, αφού μπήκα με τόσο αέρα που δεν πέρασα την πρώτη χρονιά και χρειάστηκε να ταπεινωθώ μπροστά στα ζητήματα που είχα να αντιμετωπίσω μέσα στους μονολόγους και τα έργα. Ωριμάζοντας με την πορεία των χρόνων, κατάφερα να μετριάσω αυτή την αυτοπεποίθηση και τελικά ήταν πολύ μοιραίο το ότι θα ακολουθούσα τον δρόμο της υποκριτικής και όχι κάτι άλλο. Είναι σαν τις εγγραφές που γίνονται ασυνείδητα από τους γονείς στην ψυχή μας και μετά κινούμαστε με αυτές σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Κάπως έτσι και για μένα, το γεγονός ότι συνάντησα το θέατρο τόσο νωρίς στη ζωή μου ήταν μία εγγραφή πολύ έντονη με την οποία πορεύομαι μέχρι σήμερα.

Ποια είναι η εμπειρία σας από την επαφή σας με το κοινό της Θεσσαλονίκης και από την πόλη γενικότερα;

Το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι ένα κοινό που δύσκολα το κατακτάς. Στην Αθήνα παίζουμε όλη τη σεζόν, οπότε είναι κάπως ευκολότερο να γίνεις talk of the town και να αρχίζει να έρχεται ο κόσμος σε καλές παραστάσεις. Στη Θεσσαλονίκη, μας πήρε καιρό να κατακτήσουμε το κοινό με το The Doctor – ξεκινήσαμε με μισό θέατρο γεμάτο και καταλήξαμε να γίνουμε sold out. Όμως, αυτό δείχνει ένα ώριμο κοινό που δεν έρχεται να σε δει μόνο και μόνο επειδή συμμετείχες στον Maestro. Θέλει να σιγουρευτεί πρώτα ότι αυτό που θα δει είναι καλό, και για εμάς όλο αυτό λειτουργεί ως ένας θερμοστάτης επιτυχίας των παραστάσεών μας. Πιστεύω πως το ίδιο θα συμβεί τώρα και με τον “Ηρακλή Μαινόμενο”, αφού αν κατακτήσουμε τους πρώτους θεατές, θα νιώσουμε την ασφάλεια ότι η εμφάνισή μας αξίζει τον κόπο.

Συνέντευξη στη Λία Κατσανά

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: Ευριπίδη ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Μαίρη Γιόση
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Δραματουργική επεξεργασία: Αντώνης Αντωνόπουλος, Δημήτρης Καραντζάς

ΔΙΑΝΟΜΗ
Πυγμαλίων Δαδακαρίδης – Ηρακλής
Γιώργος Γάλλος – Αμφιτρύων
Στεφανία Γουλιώτη – Μεγάρα
Ηρώ Μπέζου – Ίρις
Άννα Καλαϊτζίδου – Λύσσα
Αινείας Τσαμάτης- Λύκος
Νίκος Μήλιας – Θησέας
Φώτης Σιώτας / Δημήτρης Χατζηζήσης – Χορός | Live Μουσική
Γιάννης Κλίνης – Χορός
Γκαλ Ρομπίσα – Χορός
Μπάμπης Γαλιατσάτος – Χορός
Θανάσης Ραφτόπουλος – Χορός
Αντώνης Αντωνόπουλος- Χορός
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης
Social Media: Renegade Media
Οργάνωση Παραγωγής: Κατερίνα Λιάτσου
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη & ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης

Πού: Θέατρο Δάσους
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Δευτέρα 15 Ιουλίου: 9:30 μ.μ.
Τρίτη 16 Ιουλίου: 9:30 μ.μ.