Τα εισιτήρια τα πήρα κυριολεκτικά τελευταία στιγμή, καμιά ώρα πριν ανοίξουν οι πύλες. Λίγο ο ζόφος του Κλέωνα, λίγο που τους είχα ήδη δει ουκ ολίγες φορές, είχαν κάνει την έξαψη που ανέκαθεν γεννούσε στον νεαρότερο εαυτό μου η ιδέα και μόνο ενός live των James να έχει ξεθυμάνει. Άλλωστε μια από τις φορές που τους είδα, ήταν και εκείνη η κορυφαία εμπειρία στο Θέατρο Γης το 2009, όταν η μπάντα είχε κάνει τρία απανωτά sold out. Είχα την τύχη να είμαι στο πρώτο και νομίζω ότι μιλάμε ακόμη για μια από τις πιο δυνατές συναυλιακές εμπειρίες της ζωής μου.
Να όμως που είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα έπαιζαν και εδώ όπως στο Ηρώδειο, με συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας 22 ατόμων και χορωδίας, σε μια διαφορετική προσέγγιση του ρεπερτορίου τους, με αγαπημένα κομμάτια της 40ετούς του πορείας, αλλά και λιγότερο γνωστά. Και μόνο στη σκέψη λοιπόν ότι μπορεί να είχα επιτέλους την τύχη να απολαύσω για πρώτη φορά live tο συγκλονιστικό κατά την ταπεινή μου άποψη Someone’s got it in for me, που φαντάστηκα ότι μπορεί να έβρισκε μια θέση σε αυτό το διαφορετικό setlist, κάμφθηκαν οι όποιες αντιστάσεις. Και βρέθηκα στην όχι ασφυκτικά μεν, γεμάτη δε, Μονή Λαζαριστών, στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ.
Τελικά οι James δεν έπαιξαν με τη συμφωνική ορχήστρα – είχαν ωστόσο ένα μερικώς ανανεωμένο σχήμα που πλέον περιλαμβάνει και δύο θηλυκές παρουσίες στη σκηνή. Ούτε και απομακρύνθηκαν ιδιαίτερα από τα συναυλιακά τους κλισέ. Θέλω να πω, ήταν εύκολο να μαντέψεις ότι θα κρατούσαν καλά φυλαγμένους άσους στο μανίκι τους τα θεσσαλονικιώτικα anthems ‘Sometimes” και “Laid”, για να βάλουν φωτιά στο κοινό μια ανάσα πριν το τέλος. Εννοείται επίσης ότι από το setlist δεν έλειπαν όλα τα μεγάλα hits, το Sit down, το Say something, το She’s a star, η τόσο αγαπητή Senorita.
Ο Tim βγήκε στη σκηνή και παρά τα 63 του πλέον χρόνια, απέδειξε ότι παραμένει σε διαολεμένα καλή φόρμα, με το λευκό αεράτο πουκαμισάκι και τη φαρδιά παντελόνα να ανεμίζουν όσο επιδίδονταν στον χαρακτηριστικό εκστατικό του χορό. Δεν τον πτόησε η ζέστη, κατέβηκε από τη σκηνή και κυκλοφόρησε στο venue, αναμίχθηκε με τον κόσμο, έφτασε να κάνει μέχρι και stage diving (!), ενώ τραγουδούσε το ‘Getting away with it”, αφού είχε ευγενικά ζητήσει «να αφήσετε λίγο κάτω τα κινητά για να δω τα πρόσωπά σας» (η απόλυτη στιγμή δικαίωσης της απόφασής μου να αφήσω το κινητό στο σπίτι και να πάω στους james όπως όταν τους πρωτάκουσα, με το χάρτινο εισιτήριό μου στη μία τσέπη και ένα 20ρικό στην άλλη για καμιά μπίρα. Χωρίς stories, χωρίς ενοχλητικές οθόνες να κλέβουν τη μαγεία από τη στιγμή. Tο setlist, λοιπόν, ήταν το αναμενόμενο, χωρίς πολλές εκπλήξεις, με μια από τις καλύτερες στιγμές για εμένα το συγκλονιστικό P.S. από το Laid, που βέβαια δεν συνεπήρε το κοινό όπως τα υπόλοιπα hits.
Και αυτό το κοινό, είναι νομίζω ένα ακόμη από τα σπουδαία κατορθώματα που έχει πετύχει η συγκεκριμένη μπάντα στο συναυλιακό χάρτη τούτης της πόλης. Πως με κάποιο τρόπο οι James είναι η μπάντα που γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σε διαφορετικές φυλές της βραδινής Θεσσαλονίκης, πως η μουσική τους αγαπήθηκε το ίδιο από θαμώνες του Belair και από θαμώνες του Berlin -όποιος κυκλοφορούσε στη Θεσσαλονίκη μέσα ‘90 ως αρχές ’00, ξέρει πώς αυτά ήταν πολύ διαφορετικά κοινά. Χθες, λοιπόν, ήταν όλοι εκεί, σαραντάρηδες και πενηντάρηδες πια, μπαμπάδες με γιους και κόρες, οικογένειες με πιτσιρίκια, πρόσωπα γνώριμα και άγνωστα ταυτόχρονα, από 20 χρόνια πριν που όλοι τριγυρνούσαμε στα μπαρ της πόλης σαν να μην υπήρχε αύριο.
Και όσο και αν νόμιζα ότι η μαγεία κάποιων μελωδιών έχει πια ξεφτίσει από το πολύ φόρεμα, διάολε! το «Sometimes, when I look into your eyes I swear I can see your soul» παραμένει ένα μαγικό κομμάτι όσες φορές και αν το ακούσεις. Και πώς να μην νιώσει κανείς ρίγη συγκίνησης ακούγοντας τους στίχους του Waltzing along? These wounds are all self-imposed, Life’s no disaster, All roads lead on to death rows, Who knows what’s after, May your mind be wide open, May your heart be strong. Ένα μάντρα επιβίωσης σε έναν κόσμο που κάθε μέρα γίνεται πιο δυσνόητος, πιο δυσοίωνος και πιο ζοφερός.
Οι James χθες το βράδυ ήταν όπως κάθε φορά: απλά συγκλονιστικοί. Oι δικοί μας James, εκείνοι που κάθε φορά μας φέρνουν κοντά με έναν μοναδικό τρόπο και ας είμαστε τόσο διαφορετικοί όσοι συγκινούμαστε από τη μουσική τους. Για όσο κρατάει το live χορεύουμε και αγκαλιαζόμαστε και αφήνουμε τα μάτια μας να ανοίξουν στο υπέροχο και η φωνή του Tim γίνεται η κοινή μας πατρίδα, τόσο οικεία, τόσο βαθιά αληθινή. Νομίζω λοιπόν το δεύτερο anchor επισφράγισε με τον καλύτερο τρόπο όσα ένιωθα φεύγοντας, αυτή την υπέροχη αίσθηση ότι μετά από χρόνια βρίσκεις ξανά το κέντρο βάρους σου, συνδέεσαι ξανά με τον εαυτό σου. Ο Tim μας αποχαιρέτησε τραγουδώντας “Come home” και αυτό ακριβώς ένιωθα: Σαν να είχα μόλις γυρίσει σπίτι.
Γράφει η Μαρία Παντελίδου
Φωτογραφίες – video Ελένη Ομήρου