Ο Άγγελος Παπαδηµητρίου θυµάται το θαύµα που συνέβη κάποτε στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Σαντάς τα δάκρυα του «Συνταγµατάρχη» του και ο Άκης ∆ήµου χαµένος στα υπόγεια του Βασιλικού Θεάτρου, ψάχνει τη Λωξάντρα.
Το 1994 (42 ήδη ετών), άρτι αφιχθείς από την Μπιενάλε Βενετίας, δηλαδή εικαστικός µε τη βούλα που λένε, µε καλλιτεχνικό διαβατήριο υψηλών προδιαγραφών, κάνω την «αποκοτιά» να δεχθώ την πρόταση της, µυθικής πια Πειραµατικής Σκηνής της «Τέχνης» Θεσσαλονίκης, αναλαµβάνοντας τον ρόλο του Μαλβόλιο στη «∆ωδεκάτη Νύχτα» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρµουζιάδη!!! Πατώ, λοιπόν, το θεατρικό σανίδι για πρώτη φορά, προς µεγάλη απογοήτευση του εικαστικού κόσµου που ακόµα τότε αδυνατούσε να καταλάβει ότι η Τέχνη είναι µια κι αλλάζει µόνο ο παρονοµαστής της. Το κατανόησαν ύστερα από είκοσι χρόνια, που έγινε πια κατεστηµένο. Η παράσταση ήταν ένας θρίαµβος καλλιτεχνικός και εισπρακτικός. Μας τη θυµίζουν ακόµα τα ηχογραφηµένα τραγούδια του Ηρακλή Πασχαλίδη. Θυµάµαι ακόµα το τραπέζι της πρεµιέρας. Ανάµεσα στους καλεσµένους, ο µεγάλος (το εννοώ) Ανδρέας Βουτσινάς… Για όλους είχε µια καλή κουβέντα… Μόνο σε εµένα δεν είπε τίποτα. Τον έπιασα µόνο, δυο-τρεις φορές να µε κοιτάζει κλεφτά, µ’ ένα βλέµµα διερευνητικό και αµφίσηµο, που αµέσως το ερµήνευσα ως απαξιωτικό… Ν’ ανοίξει η γη να µε καταπιεί… Πάει η θεατρική «καριέρα» µου, σκέφτηκα… Χάλια ήµουν.. Μέχρι εδώ ήταν… Ταυτόχρονα όµως έπιανα τον εαυτό µου να διασκεδάζει µε την τόλµη µου… Ένα χρόνο µετά, στο ατελιέ µου, ένα υπέροχο φωτεινό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, όπου έφτιαχνα την επόµενη έκθεσή µου, χτυπάει το τηλέφωνο… Τον κύριο Άγγελο Παπαδηµητρίου παρακαλώ… Ανδρέας Βουτσινάς… Θέλω να υποδυθείτε τον Σωκράτη στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη που ετοιµάζω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος… Θα πάµε Επίδαυρο… Και επίσης αργότερα ∆ανία και Νορβηγία… Αν µου πείτε όχι δεν θ’ ανεβάσω το έργο!!! Περιττό να σου πω, πως από την πρώτη στιγµή έψαχνα να βρω ποιος φίλος, µου κάνει πλάκα. Θυµάµαι πως κατέληξα µε σιγουριά στον καλλιτέχνη Γρηγόρη Σεµιτέκολο, γνωστό πλακατζή. Κρατώντας τα µπόσικα, ευχαρίστησα ευγενικά και του είπα πως θα το σκεφτόµουν. Άφησε το τηλέφωνό του κι αφού βεβαιώθηκα πως ήταν αλήθεια, µε µια µικρή τζεηµσµποντική έρευνα… ∆εν θυµάµαι καλά, αλλά οπωσδήποτε βούτηξα στον Κορινθιακό µη πιστεύοντας στην καλή µου τύχη!!! Κι έτσι αρχινάει το θεατρικό µου παραµύθι, από τη Θεσσαλονίκη, την Πειραµατική και το ΚΘΒΕ, που µου οµόρφυνε την ζωή µου. Πήγα κι άλλες φορές στην Επίδαυρο, έπαιξα σε σπουδαία θέατρα µε λαµπρούς σκηνοθέτες, αλλά την πρώτη εκείνη χαρά ξέρω πως δεν θα τη συναντήσω ποτέ. Όταν πολλά χρόνια µετά, ρώτησα τον -φίλο µου πια- Βουτσινά γιατί διάλεξε εµένα, αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος µου είπε ότι όλες οι Τέχνες έχουν ανάγκη η µία την άλλη κι όταν µε πρωτοείδε κατάλαβε πως θα γινόµουν η απόδειξη της θεωρίας του, συµπληρώνοντας µε χάρη: κανείς δεν έκανε θεατρική καριέρα µετά τα σαράντα, εκτός από την Παξινού, την Βασιλειάδου και σένα!!! Κι αν έβαζα τίτλο σε όλο αυτό; «Το θαύµα».
Άγγελος Παπαδηµητρίου
Τον φοβόµασταν, όχι γιατί ήταν αυστηρός και απαιτητικός αλλά γιατί µας φώναζε, συνέχεια έκοβε τις άδειές µας και έβαζε τους περισσότερους φυλακή. Ο λόγος για τον Συνταγµατάρχη µου στον στρατό (είχαµε µάθει ότι ήταν και στα γεγονότα της Κύπρου το ‘74). Όταν έφυγα από τον στρατό χάρηκα, κυρίως που δεν θα τον ξαναέβλεπα. Tον θυµόµουν µε απέχθεια και ήθελα να τον ξεχάσω. Στο Κρατικό Θέατρο έπαιζα στο «Έξω από την πόρτα», ένα δραµατικό έργο του Β. Μπόρχερτ, µια αντιπολεµική κραυγή ενάντια στην βαρβαρότητα και την αυθαιρεσία. Έκανα έναν Γερµανό αξιωµατικό που επιστρέφει από τον πόλεµο, στο κατεστραµµένο Βερολίνο. Οι γονείς του σκοτώθηκαν από τους βοµβαρδισµούς των συµµάχων, η γυναίκα του και το παιδί του έχουν φύγει. Άρρωστος µέσα στα ερείπια του σπιτιού του, λέει έναν µονόλογο για την φρίκη του πολέµου… Η παράσταση ήταν σε περιοδεία… Παίζαµε στην Κοζάνη, στην δεύτερη σειρά δεξιά είδα τον Συνταγµατάρχη µου. Με κοίταζε άγριος έτοιµος να µου βάλει τις φωνές… Ο ετοιµοθάνατος γερµανός αξιωµατικός τον κοίταξε στα µάτια και του είπε το τροµαχτικό όνειρο που βλέπει κάθε νύχτα κυνηγηµένος από την ευθύνη και τις Ερινύες του. Ο µονόλογος ξεκινούσε έτσι: «Κύριε Συνταγµατάρχη µου…». Στο τέλος της παράστασης, στο µοναδικό καµαρίνι που είχαµε όλοι οι ηθοποιοί, ήρθε ο Συνταγµατάρχης µου, µε αγκάλιασε µπροστά σε όλους και άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Ανταπέδωσα και εγώ την συγκίνηση δεν είπαµε κουβέντα, έτσι χωρίσαµε. ∆εν τον ξαναείδα από τότε. Τον θυµάµαι όµως, µε αγάπη και τρυφερότητα.
Κώστας Σαντάς
Οκτώβριος 2010, µια απ’ τις πρώτες πρόβες της «Λωξάντρας», στο Βασιλικό Θέατρο. Θα µπεις από το πλάι, µε είχαν ενηµερώσει, θα πάρεις το ασανσέρ και θα κατέβεις – πού δεν θυµόµουν. Κάπου κατέβηκα πάντως. Βρέθηκα σ’ έναν φωτισµένο διάδροµο, τον οποίο πήρα µε αυταπάρνηση αλλά χωρίς ενθουσιασµό, αφήνοντάς τον να µε βγάλει. όπου ήθελε: σε καµαρίνια, σε wc, σε άλλους διαδρόµους (εξίσου φωτισµένους, δεν έχω παράπονο), σε φωτογραφίες παραστάσεων, σ’ ένα ξίφος που σερνόταν (η κρεµόταν;), σ’ ένα γαλάζιο τάπερ µε δυο µήλα (το ένα µισοφαγωµένο, άχνιζε ακόµα η δαγκωµατιά στη σάρκα του)… Από κάπου στα έγκατα, έρχονταν ξεθυµασµένες φωνές, καρσιλαµάδες, πολίτικα και παλαµάκια… Καµιά σκηνή, καµιά πλατεία. Ανάσανα βαριά, εδώ θα µείνεις, σκέφτηκα, θα σε βρούνε κοκαλωµένο, «ο άτυχος συγγραφέας», θα ψευτοαναστενάξουν τα µεσηµεριανά κοµµωτήρια, «χάθηκε πριν προλάβει να δει το δηµιούργηµά του στη σκηνή». Αλλά δεν θα τους γινόταν η χάρη. Από ένα απροσδιόριστο βάθος εµφανίστηκε ένα, κάπως θυµωµένο, κορίτσι. Τι ψάχνετε; µε ρώτησε καχύποπτα. Χάθηκα, ψέλλισα. Μπορείτε να µου πείτε πώς θα βγω στην παραλία;
Άκης ∆ήµου
Επιμέλεια: Κωστής Ζαφειράκης
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (Χειμώνας – Άνοιξη 2020)