Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Αγγελάκας θα ανηφορίσει στο Θέατρο Γης, για να παρουσιάσει την «Ηλεκτρική Καρέκλα». Με αφορμή αυτή του την εμφάνιση, απάντησε σε κάποιες ερωτήσεις μας, με λέξεις μετρημένες αλλά γεμάτες νόημα. Όπως αρμόζει σε έναν ροκ ποιητή.
Όταν ο Γιάννης Αγγελάκας έχει κέφια, η ελληνική ροκ γνωρίζει δόξες. Από τις εποχές που οι «Τρύπες» γεμίζαν με στίχους και μουσικές το κενό της ανήσυχης 90s ψυχής μας, μέχρι και σήμερα που, μουδιασμένοι από όσα γύρω μας συμβαίνουν, ψάχνουμε λέξεις για να εκφράσουμε όσα νιώθουμε, αυτός ο χαρισματικός τύπος είναι πάντα εκεί, μια χαρακτηριστική φωνή, σε έναν κόσμο που βγάζει όλο και λιγότερο νόημα.
Αν έπρεπε σήμερα να συστηθείτε σε ένα κοινό που δεν γνώριζε τίποτα για εσάς, τι θα λέγατε;
Θα συστηνόμουν κάπως έτσι:«Γεια σας, με λένε Γιάννη Αγγελάκα, είμαι μουσικός και αισίως έχω φτάσει στην ηλικία των 64 ετών. Προφανώς δεν με γνωρίζετε γιατί δεν βγαίνω στην τηλεόραση και γιατί μάλλον δεν χρειάζεστε τίποτα παραπάνω από αυτό που βλέπετε και ακούτε στις οθόνες σας. Καλά κάνετε κι εσείς, καλά κάνω κι εγώ, και συγνώμη για την ενόχληση.»
«Τρύπες» πρωτοάκουσα σε κασετόφωνο. Ο αδελφός μου είχε αγοράσει το «Πάρτυ στον 13ο όροφο» σε πειρατική κασέτα, από τα πανεπιστήμια, αρχές δεκαετίας 90… Πώς ανακαλείτε στη μνήμη σας εκείνες τις εποχές; Είστε νοσταλγικός τύπος;
Δεν χρειάζεται ούτε να τις ανακαλώ, ούτε να τις νοσταλγώ. Είναι συνέχεια παρούσες και ολοζώντανες μέσα μου και με σπρώχνουν μπροστά, μέχρι να ολοκληρωθεί το ταξίδι.
Κάποτε η Θεσσαλονίκη έγραφε ιστορία στην ελληνική εναλλακτική μουσική σκηνή. Σήμερα;
Και σήμερα κυκλοφορούν στην πόλη ανήσυχοι μουσικοί και περιπετειώδεις μπάντες, όμως τα ακροατήρια πια δεν είναι πια τόσο ανοιχτά στην περιπέτεια της μουσικής, όσο ήταν τότε. Μην ξεχνάς την ατμόσφαιρα που φτιάχνανε στην πόλη τα πειρατικά ραδιόφωνα, τα σοβαρά και απίθανα fanzines, οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και τα ψαγμένα δισκάδικα.
«Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο.» Μέσα στα χρόνια, ο στίχος έχει ηχήσει επίκαιρος ξανά και ξανά, με τη νεολαία της χώρας να αναμασάει την έκφραση «ετοιμάζω βαλίτσες» μετά από κάθε νέο σκάνδαλο, τραγωδία ή το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης. Ποια συνθήκη περιγράφατε γράφοντάς τον; Μπορούσατε τότε να προβλέψετε τη διαχρονικότητά του;
Όχι. Όταν έγραψα αυτά τα λόγια τα έγραψα για ένα συγκεκριμένο βίωμα, για ένα συγκεκριμένο γεγονός και για ένα συγκεκριμένο άτομο. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό ότι θα άντεχαν τόσα χρόνια. Όμως αυτή είναι η δύναμη κάποιων τραγουδιών. Να τρέχεις μαγεμένος από πίσω τους και άντε να εξηγήσεις το ανεξήγητο.
Πρόσφατα ολοκληρώσατε μια τουρ στις 3 θρυλικές πόλεις. Λίγο μετά παρουσιάσατε το «Ανατέλλω» ένα project όπου ανεβήκατε στη σκηνή μαζί με νέους μουσικούς. Προηγήθηκε η συγκλονιστική «Νέκυια» στη Στέγη. Κάπου ανάμεσα και ένα βιβλίο. Το καλοκαίρι νέα live με την «Ηλεκτρική Καρέκλα». Τι κρατάει τη δημιουργικότητά σας τόσο ζωντανή;
Καπνίζω πολύ, παίρνω βιταμίνες και δεν βλέπω τηλεόραση.
Νιώθω ότι έχετε δυσανεξία στην αδικία. Ισχύει;
Έχω δυσανεξία στην αδικία και στη βλακεία (δεν είναι μακριά το ένα από το άλλο). Γίνομαι έξω φρενών όταν αυτοεντοπίζομαι ως άδικος και βλάκας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα και το εμβόλιο αργεί…
Ποια η σχέση σας με τα social media;
Τα χρησιμοποιώ μόνο για να δημοσιοποιώ τη δουλειά μου και για να σχολιάζω κάποιες φορές γεγονότα της επικαιρότητας, πράγματα και καταστάσεις, που νιώθω πως υποτιμούν την νοημοσύνη μου.
Πώς νιώθετε που με αυτές τις τοποθετήσεις γίνεστε η φωνή τόσων ανθρώπων;
Μιλάω από προσωπική ανάγκη να υπερασπιστώ τον αυτοσεβασμό μου. Τώρα, αν κάποιοι άνθρωποι συντονίζονται μ’ αυτά που λέω χαίρομαι, αλλά ως εκεί.
Ζούμε στην εποχή του πολιτικώς ορθού και ταυτόχρονα της πολιτικής ατιμωρησίας. Οι άνθρωποι κρίνονται, δικάζονται και καταδικάζονται καθημερινά για μια λάθος διατύπωση – δεν συμβαίνει πάντα το ίδιο με τις πράξεις.
Η πολιτική ορθότητα των καιρών μας είναι ένας εξευγενισμένος όρος της λογοκρισίας και μάλιστα της αυτολογοκρισίας, μιας κι έχει επιβληθεί από αυτούς που έχουν προαποφασίσει τι είναι πολιτικά ορθό. Είναι η ταφόπλακα του διαλόγου και της αμφισβήτησης.
Ο Γιώργος Τόλιος πρόσφατα μας άφησε. Γενικά σας απασχολεί το τέλος; Το σκέφτεστε; Και πώς το ξορκίζετε;
Το τέλος με απασχολεί από παιδί, από τη στιγμή που πρωτοαντίκρυσα πεθαμένο άνθρωπο. Νιώθω δέος αλλά και ευγνωμοσύνη μπροστά σ’ αυτόν τον άλυτο γρίφο, που πυροδοτεί τη δημιουργικότητά μου.
Με τον θάνατο καταπιάνονταν και η ομηρική «Νέκυια» που ανεβάσατε στη Στέγη τον περασμένο Δεκέμβρη. Τι πολύτιμο κρατάτε από αυτή την σπουδαία δουλειά;
Τους απίθανους, εμπνευσμένους και τρομερούς συνεργάτες που είχα την ευλογία να γνωρίσω και τις καινούργιες φιλίες που προέκυψαν.
Είναι κάτι που φοβάστε; Κλαίτε; Γελάτε;
Και κλαίω και φοβάμαι και γελάω και τραγουδάω. Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνουν όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως. Στην εποχή μας άλλωστε υπάρχει άπλετος χώρος, κυρίως για «μαύρο» χιούμορ. Αν δεν το κάνουμε μας καταπίνει η κατάθλιψη. Λυπάμαι… αλλά γελάω!
Έχετε βρει τελικά τι γυρεύουμε μέσα στη νύχτα των άλλων;
Λίγο φως, έναν δυο φίλους, καινούργιες τρελές ιδέες…
Τι να περιμένουμε στην επερχόμενη σας συναυλία στο Θέατρο Γης; Η «Ηλεκτρική καρέκλα» είναι ένα project που παρουσιάσαμε πρώτη φορά πέρσι στο Ηρώδειο. Είναι μια ορχήστρα που αποτελείται από τους 100ΟC ( τη μπάντα που έχουμε από το 2015) πλαισιωμένους από 3 γυναικείες φωνές και 3 έγχορδα (βιολί, βιόλα, τσέλο). Χαίρομαι όταν καταφέρνουμε και κάνουμε συναυλίες όλοι μαζί, πράγμα σπάνιο, μιας και κάτι τέτοιο είναι οικονομικά δυσβάσταχτο. Είναι μια καλή ευκαιρία να παιχτούν κομμάτια από τις δουλειές που έκανα για τον κινηματογράφο («Ο χαμένος τα παίρνει όλα», «Ψυχή βαθιά») τραγούδια από την εποχή των Επισκεπτών, της Γελαστής Ανηφόρας και των επόμενων δίσκων με τους 100ΟC, και φυσικά από τις Τρύπες. Το πρώτο μέρος της συναυλίας είναι καθιστό και ακουστικό, και το δεύτερο, όρθιο – ηλεκτρικό και ζωηρό!
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μαρία Παντελίδου
Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο free press περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ- ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2024)