Ερχόμαστε από τη συναυλία του Παυλίδη

Είδαμε τον σπουδαίο τραγουδοποιό στη Μονή Λαζαριστών στις 18 Σεπτέμβρη και μείναμε να κοιτάμε τον ορίζοντα!

«Εγώ σας μεγάλωσα, όπως μου λέτε συχνά, αλλά και εσείς με μικραίνετε» είπε ο Παύλος Παυλίδης, λίγο μετά το ξεκίνημα της συναυλίας του, τη βροχερή Τετάρτη του Σεπτέμβρη που ανέβηκε στη σκηνή της Μονής Λαζαριστών. Δεύτερη φορά που τον έβλεπα, μετά την κυκλοφορία του τελευταίου του άλμπουμ, «Μπρανκαλεόνε», που κατά γενική ομολογία είναι ένα μικρό θαύμα – ένα κι ένα τα κομμάτια, από τους δίσκους που τους βάζεις να παίξουν ολόκληροι και όταν τελειώσουν, αυτόματα, πατάς το play ξανά από την αρχή και κάθε τραγούδι διεκδικεί τον τίτλο του νέου σου αγαπημένου.

Η πρώτη φορά που παρουσίασε τον καινούριο αυτό δίσκο, στο WE, τον περασμένο Απρίλη, ήταν μια οπτικοακουστική μυσταγωγία -ειδική μνεία οφείλουμε εδώ στα υπέροχα visuals του Βασίλη Κεχαγιά που «ντύνουν» αισθητικά το αποτέλεσμα και απογειώνουν την εμπειρία. Μια τόσο υπέροχη συναυλία, που σχεδόν δεν ήθελα να πάω στη Μονή. Όχι επειδή το θεωρούσα υπερβολή να δω τον ίδιο καλλιτέχνη λίγους μήνες μετά, αλλά από φόβο μήπως κάτι πήγαινε λάθος αυτή τη φορά και μου μαγάριζε την τελειότητα της πιο πρόσφατης ανάμνησης. Ευτυχώς τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Απλά μπήκε ένα ακόμη λιθαράκι στο μικρό – μεγάλο σύμπαν που χτίζεται μέσα μου, κάθε φορά (και είναι πολλές!) που δίνω το «παρών» σε μια ακόμη συναυλία του Παυλίδη.

Αν έπρεπε να πούμε δυο λόγια για το setlist, θα λέγαμε ότι τα είχε όλα. Από τα επικά Σπαθιά της άστατης νιότης μέχρι τα πολύτιμα διαμαντάκια μιας συμπαγούς σόλο καριέρας, που μετρά δεκαετίες τώρα. Από την αψάδα του Βασιλιά της σκόνης, το εκκωφαντικό μεγαλείο της Σιωπής και την πάντα ζωντανή Φωτιά στο Λιμάνι, μέχρι τα κύματα του Μόχα, και τις σπίθες της Λευκής Καταιγίδας, που μας θυμίζει μια παλιά φωτιά, που καίει ακόμη κάπου βαθιά μέσα μας. Και αναζωπυρώνεται όποτε βρισκόμαστε σε αυτή τη μαγική συνθήκη. Με αυτόν τον χαρισματικό τραγουδοποιό πάνω στη σκηνή, να μας κοιτάζει με ευθύτητα και να παίρνουμε όρκο ότι σε εμάς απευθύνεται με το βλέμμα και τον στίχο του – τόσο πολύ που μας αφορά όλο αυτό που συμβαίνει, τόσο πολύ που μας αγγίζουν οι λέξεις και οι μελωδίες. Στίχοι θαρρείς γραμμένοι για εμάς, μαζί μας, πάνω μας και ανεξίτηλα μέσα μας, παρά το βάρος των χρόνων, που ελαφραίνει κι αυτό όταν βάζει ένα χεράκι η μουσική που αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να αγαπάμε.

Στη συναυλία αυτή βέβαια, η συνάντηση και όλο αυτό το μοίρασμα δεν αφορούσε μόνο μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, εμένα, τη γενιά μου. Με έκπληξη αντίκρυσα ένα σχεδόν αμούστακο πρόσωπο, όταν γύρισα πίσω για να διαπιστώσω ποιος ήξερε τους στίχους από έξω και ανακατωτά, ακόμη και στο μάλλον καταιγιστικό «Ρομπότ». Και είναι τόσο ωραίο και ανακουφιστικό όταν η νέα γενιά, αυτή στην οποία με τόση ευκολία κουνάμε εμείς οι μεγαλύτεροι διδακτικά το δάχτυλο, παίρνει τη σκυτάλη. Η νέα γενιά, ίσως πιο ανοιχτή σε ετερόκλητα μουσικά ερεθίσματα, πιο πολυσυλλεκτική στα ακούσματά της, απελευθερωμένη από δικά μας σύνδρομα, που θέλαμε εμμονικά να ανήκουμε σε μια πλευρά, όπως πολύ σωστά είπε και ο Παυλίδης σε μια πολύ πρόσφατή του συνέντευξη, παίρνει τη σκυτάλη και γίνεται και αυτή μέρος μιας ιστορίας που δεν έχει τέλος. Γεφυρώνεται έτσι το χθες με το σήμερα και ανοίγει ο δρόμος για το αύριο. Μεγαλώνουν οι μικροί και μικραίνουν οι μεγάλοι – για να επιστρέψω στην ατάκα του Παύλου.

Άλλωστε μια τέτοια αίσθηση σού δημιουργεί και το συγκλονιστικό «Ερχόμαστε από τον ορίζοντα», από τις πιο φωτισμένες και σπουδαίες στιγμές του Μπρανκαλεόνε κατά την ταπεινή μου άποψη. Σε ένα σχόλιο στην ανάρτηση αυτού του τραγουδιού στο YouTube είχα διαβάσει ότι οι στίχοι του Παυλίδη θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία. «Θα χτυπάτε και θα καταστρέφετε, θα αντέχουμε θα ξαναχτίζουμε, όσο εσείς στα ρηχά θα μας στέλνετε, τόσο εμείς πιο βαθιά θα αρμενίζουμε.» Και ναι, αν δεν είναι αυτοί στίχοι -σχεδία, να γαντζωθούμε πάνω τους, μεγάλοι και κυρίως μικροί, σε αβέβαιους, δυστοπικούς καιρούς, τότε ποιοι είναι; Με αυτό το προφητικό κομμάτι είχε κλείσει η συναυλία του Απρίλη και ο χρησμός «Η ποίηση (δεν) θα εξαφανιστεί» αντηχούσε για μέρες, για να μην πω εβδομάδες στα αυτιά μου.

Δεν συνέβη το ίδιο χθες παρά τη σχετική μου βεβαιότητα –δεν έφτανε μάλλον ο χρόνος για άλλο τραγούδι, η συναυλία έτσι κι αλλιώς ξεπέρασε ένα χορταστικό δίωρο, που πέρασε σαν νεράκι. Κι έτσι χρειάστηκε να αρκεστούμε σε ένα κατά τα άλλα εκρηκτικό «Ό,τι θες εσύ» για φινάλε.
«Ό,τι θες εσύ!» Και σαν τι να θέλω, βρε Παύλο; Να πάμε ένα σινεμά.
Με λένε Μαρία, αλλά γυρίζω και στο Μαίρη.

Γράφει η Μαρία Παντελίδου