Αλέκος Συσσοβίτης: Αν δεν τολμούμε να αντιμετωπίσουμε το άγνωστο, θα μείνουμε μικροί και λίγοι

Ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, μία απιστία, το τέλειο έγκλημα – ή μήπως όχι; «Στο πέμπτο σκαλοπάτι», το χιτσκοκικό αστυνομικό θρίλερ του Φρέντερικ Νοτ, θύτες και θύματα εναλλάσσονται σε έναν ισχυρό ιστό γεμάτο ανατροπές και αποκαλύψεις που κόβουν την ανάσα. Συνεχίζονται οι παραστάσεις στο Θέατρο Φαργκάνη που φέρανε στη Θεσσαλονίκη τον πρωταγωνιστή Αλέκο Συσσοβίτη. Ο ίδιος, σε μία εκ βαθέων συνέντευξη στο Praximag, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για την περίπλοκη ανθρώπινη φύση, την επίδραση της τέχνης στην κοινωνία και την ψυχή αλλά και τη σημασία της ανοιχτής στάσης απέναντι σε κάθε νέα εμπειρία.

Η παράσταση “Στο πέμπτο σκαλοπάτι” βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό κείμενο του Φρέντερικ Νοτ που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1952. Τι απήχηση έχει το συγκεκριμένο έργο σε έναν σύγχρονο θεατή και για ποιους λόγους;

Τα καλά έργα είναι διαχρονικά και μιλάνε πάντοτε στον άνθρωπο και την κοινωνία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Το συγκεκριμένο έργο γίνεται σύγχρονο γιατί, για άλλη μία φορά, βλέπουμε πώς εναλλάσσεται ο ρόλος του θύτη και του θύματος ακόμα και στη σημερινή εποχή. Ο χαρακτήρας που παίζω ξεκινά όντας ο θύτης που σχεδιάζει τη δολοφονία της συζύγου του, αλλά στην πορεία βλέπουμε ότι αυτό δεν μένει σταθερό και φτάνει κάποια στιγμή να μετατραπεί στο θύμα της παρέας. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι, ενώ ο άνθρωπος με τη βούλησή του πιστεύει ότι μπορεί να ορίσει τη μοίρα του και να κάνει τα πράγματα όπως τα φαντάζεται – ακόμη και το τέλειο έγκλημα – τελικά αποδεικνύεται ότι τίποτα δεν είναι τέλειο και όλα μπορούν να ανατραπούν. Το γεγονός αυτό ισχύει και στη δική μας εποχή. Αν παρατηρήσουμε την κοινωνική και πολιτική μας κατάσταση, βλέπουμε πως όλοι θεωρούν τον εαυτό τους σίγουρο, όμως τα πράγματα εύκολα ανατρέπονται. Για μένα προσωπικά, αυτή η σχέση του ανθρώπου με το πεπρωμένο του είναι πάρα πολύ σημαντική. Αν καταφέρει να αποδεχθεί ότι η μοίρα ορίζει την τελική έκβαση της ζωής του παρά την όποια βούλησή του, τότε νομίζω ότι γίνεται σοφότερος και πιο νοήμων.

Πόσο εύκολο ήταν για εσάς να συνδεθείτε με τον Τόνυ, τον ήρωα δηλαδή που υποδύεστε;

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι το alter ego του συγγραφέα. Ο Φρέντερικ Νοτ είχε σπουδάσει Νομική στο Cambridge και ήταν ένας από τους καλύτερους τενίστες της εποχής. Όλα αυτά αποτελούν και στοιχεία του πρωταγωνιστικού ρόλου, επομένως ο δημιουργός μεταφέρει επάνω στον Τόνυ μία δική του ανησυχία. Σαν ήρωας, λοιπόν, σίγουρα δεν είναι μόνο σκοτεινός. Όπως και όλοι μας, είναι συγχρόνως και φωτεινός, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η σύνδεση μαζί του από τη στιγμή της εύρεσης του διπολικού αυτού στοιχείου του χαρακτήρα του, ενός στοιχείου δηλαδή που βρίσκεται γενικώς στην ανθρώπινη φύση. Πολλές φορές θεωρούμε ότι εμείς είμαστε οι καλοί και ότι οι οι κακοί βρίσκονται απέναντί μας. Ωστόσο, αν μπούμε στα παπούτσια των άλλων, θα καταλάβουμε ότι μάλλον και εμείς δεν φερόμαστε πολύ σωστά. Υπάρχουν στιγμές που θύτες και θύματα είμαστε όλοι, και είναι ωραίο να δει κανείς πάνω στη σκηνή το μερίδιο της ευθύνης που παίρνει ο κάθε χαρακτήρας. Συνεπώς, συνέβη ότι ακριβώς και σε κάθε άλλο ζωτικό και έντονο ρόλο που αναλαμβάνω να παίξω, αφού ο Τόνυ αποτέλεσε μία αφορμή για να κάνω τη δική μου αυτοκριτική και να κοιτάξω τις αδυναμίες μου. Είναι γεγονός πάντως πως οι σημαντικοί χαρακτήρες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως ο Άμλετ, ο Ριχάρδος, ο Οιδίποδας ή η Μήδεια, είναι αμφίσημοι, έντονοι και με ποικιλομορφία και διπολικά στοιχεία. Αυτοί έχουν ενδιαφέρον, διότι λειτουργούν συχνά ως έναν μεγεθυντικός φακός της ανθρώπινης ψυχής. Μας δίνουν τροφή για σκέψη, έτσι ώστε, είτε να παραδειγματιστούμε και να μην κάνουμε τα ίδια, είτε να ξέρουμε ότι, πριν συμπεριφερθούμε όπως αυτοί, πρέπει πραγματικά να το σκεφτούμε διπλά.

Γιατί θεωρείτε ότι μας γοητεύουν οι ιστορίες μυστηρίου; Ποια είναι τα στοιχεία του νουάρ που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού;

Μέσα από το νουάρ, ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με μια ατμόσφαιρα που μερικές φορές μεταφέρει με αληθινό τρόπο τα δικά του σκοτάδια. Παρουσιάζονται μπροστά του περιοχές που αρνείται να τις δει διότι τον ανησυχούν, τον τρομάζουν, τον προβληματίζουν και τον κάνουν να νιώθει ανήμπορος. Εμφανίζονται επί σκηνής, δηλαδή, τα ψυχολογικά ζητήματα που δεν θέλει να αντιμετωπίσει. Με άλλα λόγια, το νουάρ αποτελεί μία πιο ειλικρινή προσέγγιση σε αυτό που κατοικεί μέσα μας. Αυτό ισχύει και για άλλα είδη, όπως για παράδειγμα το θρίλερ. Παρόλο που περιλαμβάνει πράγματα που αποποιούμαστε, όπως έντονη βία, αίμα και άλλα, τα κοιτάμε συνέχεια σαν θεατές. Μας ελκύουν διότι – είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι – αναδεικνύουν τη διττή μας φύση, ότι δηλαδή το σκοτάδι και το φως, ο άγγελος και ο διάβολος συγκατοικούν μέσα μας. Και δεν είναι εύκολο να βγάλεις τον έναν και να κρατήσεις μόνο τον άλλον.

Αυτές τις ημέρες, ολόκληρη η χώρα βιώνει μία πολύ δύσκολη περίοδο προσπαθώντας να διαχειριστεί τον απόηχο του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Θεωρείτε πως η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση του συλλογικού τραύματος;

Σκοπός της τέχνης είναι να καταγράφει και να αφηγείται την αλήθεια της ανθρώπινης κρίσης. Δεν είναι ο ρόλος της να κρίνει, και αυτό γιατί η κρίση επαφίεται τελικά στον κάθε πολίτη. Προσωπικά, πιστεύω ότι ναι, η τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει, αλλά δεν ξέρω σε ποιον βαθμό. Δυστυχώς, είναι ένα φτωχό άθλημα, και σε αυτή τη ζωή ανέκαθεν το χρήμα έκανε τον κόσμο να κινείται. Οπότε μερικές φορές, η τέχνη γίνεται απλώς ρομαντική, χωρίς να επιφέρει μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ή επαναστάσεις, με εξαίρεση ίσως την περίοδο του Διαφωτισμού. Στις μέρες μας, όμως, βλέποντας τα πράγματα ρεαλιστικά, διαπιστώνω ότι επαληθεύεται η δύναμη του πλούτου. Και θα συνεχίσει να είναι έτσι, από τη στιγμή που οι πολιτικοί μας – από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων μέχρι σήμερα – είναι στο απυρόβλητο, δεν πληρώνουν και κάνουν τα ίδια ξανά και ξανά. Τώρα είχαμε το δυστύχημα με τα τρένα, πριν είχαμε τις φωτιές στην Εύβοια, πιο πριν είχαμε το Μάτι και πάει λέγοντας. Μακάρι να υπάρξουν αλλαγές, αλλά παραμένω επιφυλακτικός, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τι αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της τέχνης. Όταν ένα κομμάτι της κοινωνίας που μεταφέρει την αλήθεια καταπατάται και υποβαθμίζεται, πώς να πράξει; Πώς να επηρεάσει τα πράγματα την ώρα που γίνεται φτωχότερο;

Μεγαλώσατε κάτω από αρκετά δύσκολες συνθήκες και σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου υπήρχαν ζητήματα ψυχικής υγείας. Πώς διαμόρφωσαν την προσωπικότητά σας οι εμπειρίες αυτές;

Στην “ΣτΟργή”, την τηλεοπτική σειρά που βασίζεται στη διαδικασία της ψυχανάλυσης και στην οποία συμμετέχω, η πρωταγωνίστρια Μαρία Ναυπλιώτου υποδύεται την Γιατρό και αναφέρει πολύ συχνά ότι οι παιδικές μας καταβολές είναι αυτές που καθορίζουν την όλη πορεία της ζωής μας. Αυτό συμβαίνει σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό και χρειάζεται μεγάλο κόπο για να διαφοροποιήσουμε τα πράγματα. Πρέπει, όμως, να έχει κανείς τον χρόνο και την πολυτέλεια για να ασχοληθεί με τον εαυτό του, και δυστυχώς για πολύ κόσμο δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Επομένως, νομίζω ότι και εγώ είμαι ένας από τους ανθρώπους που η παιδική ηλικία πραγματικά με έχει καθορίσει σημαντικά. Ευτυχώς, λόγω της φύσης της δουλειάς μου, έχω βοηθήσει τον εαυτό μου και έχω δει πράγματι βελτίωση και αλλαγές σε πολλούς τομείς. Πάντως, σύμφωνα με την ιατρική, η περίοδος από το πρώτο ακόμα έτος της ζωής μας μέχρι και τα εφηβικά χρόνια είναι αυτή που χαράζει τον δρόμο για ό,τι κάνουμε μετά. Ειδικά στις ηλικίες που δεν έχουμε συνειδητότητα, είτε βρεθούμε σε ένα περιβάλλον θετικό, είτε αρνητικό ή και τα δύο, ανάλογα πράγματα θα εισπράξουμε. Για παράδειγμα, είναι συχνό φαινόμενο για ανθρώπους που μεγάλωσαν σε ένα βίαιο περιβάλλον να αναζητούν κάτι αντίστοιχο στην ενήλικη ζωή τους, ακόμα κι αν νομίζουν ότι δεν το θέλουν, και αυτό διότι το έχουν συνηθίσει από την παιδική τους ηλικία. Οπότε, χρειάζεται προσοχή ως προς την ανατροφή των παιδιών μέσα στην οικογένεια, έτσι ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν έναν ολοκληρωμένο και λειτουργικό χαρακτήρα.

Έχετε ασχοληθεί με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση αλλά και διάφορες άλλες δουλειές έξω από τον καλλιτεχνικό χώρο. Επιλέγετε να τηρείτε μία ανοιχτή στάση απέναντι στις ευκαιρίες που σας παρουσιάζονται;

Συνέχεια, δεν κάνω και τίποτα άλλο, μόνο ανοιχτός είμαι σε ερεθίσματα και πράγματα! Η ζωή είναι μικρή, και αν δεν τολμούμε να βγούμε στις ανοιχτές θάλασσες για να αντιμετωπίσουμε το Άγνωστο, τότε θα μείνουμε μικροί και λίγοι σε έναν πλασματικό κουκούλι ασφαλείας. Κι αν μη τι άλλο, αυτό δεν κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα. Οπότε, επιλέγω να μείνω ανοιχτός σε πολλούς τομείς. Καταρχάς, εδώ και δώδεκα χρόνια μαζί με έναν φίλο μου, τον Αντώνη Περιστεράκο, διατηρώ το Faust, έναν πολυχώρο στην Αθήνα, μέσω του οποίου προσφέρουμε βήμα σε νέες θεατρικές και μουσικές ομάδες για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, και ενδιαφέρομαι να ακούσω νέες προτάσεις για να δράσουν νέοι άνθρωποι. Έπειτα, σε προσωπικό επίπεδο, λατρεύω τα ταξίδια, κάτι που πολλοί φοβούνται είτε για να μην κινδυνεύσουν, είτε για να μην φύγουν από την ασφάλεια που νιώθουν.

Πέρα από την υποκριτική, έχετε μία πολύ στενή σχέση με τη μουσική. Τι ρόλο έχει παίξει στη ζωή σας;

Με τη μουσική έχω επαφή από 16 περίπου ετών. Ξεκίνησα ως DJ από τη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα εργάστηκα σε μαγαζιά της Μυκόνου και της Αθήνας. Πάντα είχα μία λατρεία προς τη μουσική, αφού αισθανόμουν ότι εξέφραζε και εκφράζει ακόμα πολύ έντονα τον συναισθηματικό μου κόσμο. Είναι η τέχνη που μιλάει στην ψυχή όλων μας και έχω αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο ασχολούμενος μαζί της. Με αφορμή την αγάπη μου για τη μουσική, έχω κάνει πολλά ταξίδια σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Για παράδειγμα, έχω επισκεφτεί την Αφρική δέκα φορές λόγω ερεθισμάτων και ακουσμάτων από εξαιρετικούς αφρικανούς καλλιτέχνες. Αισθάνομαι ότι η μουσική είναι ένας καθρέφτης κάθε κοινωνίας, καθώς μπορούμε να καταλάβουμε πολλά για τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται οι άνθρωποι μελετώντας τη μουσική παράδοση του τόπου τους.

Με την παράσταση επιστρέφετε στην πατρίδα σας, τη Θεσσαλονίκη. Πώς βλέπατε την πόλη κατά τα παιδικά σας χρόνια και πώς την βλέπετε τώρα;

Τα πράγματα αλλάζουν με μία ραγδαία ταχύτητα λόγω της επανάστασης της τεχνολογίας. Όπως συμβαίνει και σε ολόκληρο τον πλανήτη, η ζωή της Θεσσαλονίκης σήμερα δεν έχει καμία σχέση όσα ζούσαμε εμείς τη δεκαετία του ‘80. Η πόλη έχει αλλάξει από άποψη μεγέθους και σύνθεσης πληθυσμού. Περπατάω στην παραλία και, ενώ παλιότερα άκουγα μόνο ελληνικά, τώρα ακούω πολλές και διάφορες γλώσσες. Είναι ένα κέντρο των Βαλκανίων, στο οποίο έχει εγκατασταθεί πλέον πάρα πολύς κόσμος, με τα καλά και τα κακά που επιφέρει αυτό. Εγώ συνηθίζω να συντηρώ μία νοσταλγική διάθεση όταν είμαι εκεί, διότι μου γεννά παιδικές αναμνήσεις. Την χαίρομαι την πόλη και συγκινούμαι πολύ όταν παίζω εκεί, όχι μόνο γιατί συναντώ φίλους και συγγενείς, αλλά κυρίως γιατί βλέπω τη δίψα του κόσμου να δει θέατρο και να αγκαλιάσει ανθρώπους που ξεκίνησαν από εκεί.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Στο πέμπτο σκαλοπάτι
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια: Κέλλυ Σταματοπούλου
Μουσική – ηχητικό περιβάλλον: Ecati
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαριόλη
Παραγωγή: Θοδωρής Μαροσούλης
Πρωταγωνιστούν: Αλέκος Συσσοβίτης, Φαίη Ξυλά, Αποστόλης Τότσικας, Χρήστος Σπανός και ο Γιάννης Στεφόπουλος 

Πότε: 25-26 Μαρτίου 2023
Πού: Θέατρο ΦΑΡΓΚΑΝΗ
Ώρες παραστάσεων: απογευματινή στις 18:15 και βραδινή στις 21:15
Εισιτήρια: 25€ (σειρά 1-7), 20€ (σειρά 8-13), 15€ (σειρά 14 και εξώστης)
Προπώληση: Ταμείο θεάτρου ΦΑΡΓΚΑΝΗ και viva.gr

Συνέντευξη στη Λία Κατσανά