Τα how to της ομάδας

Ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει πολύς κόσμος σε αυτή τη δύσκολη παγκόσμια συγκυρία της πανδημίας είναι η κοινωνική απομόνωση -και κατ’ επέκταση η μοναξιά. Από τη στιγμή που δόθηκε η δυνατότητα στον κόσμο να εμβολιαστεί και χαλάρωσαν τα μέτρα, η κοινωνία μπήκε σε μια νέα φάση επανένταξης-επανεκκίνησης.

Το στοίχημα για πολλούς είναι πώς θα κατορθώσουν να μπουν και πάλι στο παιχνίδι -είτε αυτό συνεπάγεται αλλαγή πλεύσης στα εργασιακά είτε στο κοινωνικό κομμάτι. Πρόκειται για ένα μεγάλο στοίχημα, ακόμη και για ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Όπως παραδείγματος χάριν αυτή των φοιτητών, που βρέθηκαν στο τρίτο έτος ν’ αντιμετωπίζουν το άγχος της κοινωνικής και ακαδημαϊκής ένταξης ενός πρωτοετή, κουβαλώντας ήδη στις πλάτες τους τη φθορά των τελευταίων δύο ετών. Το ίδιο ισχύει και για πάρα πολλούς επαγγελματίες, γονείς, μαθητές, εργένηδες, κλπ. Η λίστα δεν έχει τελειωμό! Πώς λοιπόν ξεσκουριάζει κανείς και κάνει καινούρια ανοίγματα;

Καταρχάς, όταν ξεκινάμε κάτι καινούριο που έχει ως βάση το πώς λειτουργούμε μέσα σε ομάδα, αποφεύγουμε δύο διαμετρικά αντίθετες συμπεριφορές. Η πρώτη αφορά τους ανθρώπους που νιώθουν πολύ οικεία σε σύντομο χρονικό διάστημα με τους γύρω τους και ανυπομονούν να πάρουν τα πράγματα μία σειρά. Τέτοιου είδους προσωπικότητες βγαίνουν πολύ μπροστά, μιλάνε υπερβολικά και γενικώς κάνουν παραπάνω «θόρυβο», καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο από αυτόν που τους αναλογεί. Δεν αναφερόμαστε σε ανθρώπους με χάρισμα στην επικοινωνία, αλλά για υπερβολικά αγχώδεις, σε υπερδιέγερση χαρακτήρες, που είτε πρόκειται να προσεγγίσουν συνεργάτες, είτε φίλους, υποψήφιους συντρόφους κ.λπ., το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Αυτό οφείλεται στο ότι οι γύρω τους νιώθουν άβολα και βιώνουν αυτή τη συμπεριφορά ως απειλητική, αδιάκριτη, κουραστική, επίθεση φιλίας/ασφυκτικής συνεργασίας κ.λπ., ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται. Και έτσι χάνεται η ευκαιρία.

Η ακριβώς αντίθετη μορφή υπερπροσπάθειας δεν σχετίζεται με την υπερδιέγερση, αλλά με ένα άλλο «παιδί» του άγχους, τον φόβο για το άγνωστο. Εδώ, το άτομο ψάχνει απεγνωσμένα να πει κάτι έξυπνο, να βρει τρόπο να πιάσει κουβέντα, ν’ αποκτήσει οπτική επαφή με τους γύρω του και τελικά τα χάνει και συμπεριφέρεται άγαρμπα, μη βρίσκοντας τι πρέπει να πει ή να κάνει. Πολύ γρήγορα χάνει την πίστη του, απογοητεύεται, τα παρατάει και δεν βλέπει την ώρα να αποχωρήσει από την ομάδα -δυστυχώς πριν καν του δοθεί η ευκαιρία να ενταχθεί. Εδώ πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι θα πει ή δεν θα πει ένας άνθρωπος, αλλά το πώς θα νιώθει όταν θα το πει. Όταν ανησυχούμε υπερβολικά για την αποδοχή των άλλων, πετυχαίνουμε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο προσβλέπουμε. Υπάρχει και η πιθανότητα να έχουμε «τσιμπήσει» συμπεριφορές και από το πρώτο και από το δεύτερο άκρο και σε διαφορετική… δοσολογία, ανάλογα με την κοινωνική περίσταση, εμφανίζοντας ασυνέχεις και αστάθεια στην κοινωνική μας παρουσία. Άλλοτε εμφανίζεται ο πιο κοινωνικός και άλλοτε ο ανασφαλής εαυτός μας. Αν τον παρατηρήσουμε, μπορούμε να διακρίνουμε σε ποιες περιπτώσεις τα πήγαμε καλά και για ποιο λόγο, ούτως ώστε να προσδιορίσουμε τα χρήσιμα «εργαλεία» για μελλοντική χρήση. Το άτομο που θα κατορθώσει να κάνει ένα επιτυχημένο βήμα προς το νέο, είναι αυτό που έχει συναίσθηση ότι πρέπει να δώσει χρόνο στον εαυτό του και τους γύρω του και ν’ αφήσει τα πράγματα να λειτουργήσουν φυσικά, χωρίς πίεση. Όταν βλέπουμε ένα φρέσκο πρόσωπο σε μία σειρά, μία καινούρια εκπομπή, όταν ακούμε ένα τραγούδι για πρώτη φορά, συνήθως κάτι μας ξενίζει σαν πρώτη εντύπωση γιατί δεν το έχουμε συνηθίσει. Όσες περισσότερες φορές ερχόμαστε σε επαφή με αυτό το καινούριο μουσικό κομμάτι, τον νέο ρόλο ηθοποιού κ.λπ., τόσο πιο φιλικά προσκείμενοι είμαστε σε αυτό. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με ένα λογοτεχνικό βιβλίο ή μια θεατρική παράσταση, όπου μας παίρνει κάποιο χρόνο για να μπούμε στο νόημα και να το απολαύσουμε -εν ολίγοις, να μας κερδίσει. Θυμόμαστε πως και εμείς αλλά και οι άλλοι έχουμε ανάγκη να δώσουμε λίγο χρόνο για να μπούμε στο νόημα μιας νέας κατάστασης και βέβαια φροντίζουμε να μην χάνονται συναντήσεις. Τ’ άτομα που περνούν πολύ χρόνο μαζί, είναι πιο πιθανό να δεθούν περισσότερο μεταξύ τους.

Τελικά, οι άνθρωποι επωφελούνται σημαντικά αν δώσουν βάρος και στα δύο σκέλη της ανθρώπινης συνύπαρξης: αν μου κάνει αυτό που έχω μπροστά μου, αλλά και αν κάνω εγώ για τους άλλους. Θέλει τρόπο, αλλά όχι και τόσο κόπο. Δεν χρειάζεται να κάνω ή να μην κάνω κάτι για να λειτουργήσουν τα πράγματα. Αρκεί να ξεκινήσω με σιγουριά, με δυνατή ψυχολογία, που στηρίζεται στην ορθή σκέψη. Ως ορθή σκέψη ορίζεται στην προκειμένη περίπτωση η ωφέλιμη σκέψη, δηλαδή αυτή που θα μου κάνει καλό, που θα μου δώσει το απαραίτητο κουράγιο για να προσπαθήσω ν’ απολαύσω την ανθρώπινη επαφή. Αν ξεκινήσω με αυθεντική σιγουριά χωρίς υπερβολές, η συμπεριφορά μου θα είναι θελκτική προς τους άλλους και το αποτέλεσμα θα με βοηθήσει να λυθώ περισσότερο. Δεν ξεχνώ ν’ ανοίγω τον κύκλο μου με κάθε ευκαιρία, να γνωρίζω νέους ανθρώπους και νέες καταστάσεις, εφόσον αυτό με ευχαριστεί. Αν πάλι είμαι πιο εσωστρεφής και δεν επιθυμώ ιδιαίτερα να συγχρωτίζομαι με πολύ κόσμο, είναι δικαίωμά μου και το απολαμβάνω, κάνοντας αυτό που θέλω στο βαθμό που το επιζητώ.

Γράφει η Άλκηστις Κεπαπτσόγλου
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

ναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (XEIMΩΝΑΣ 2021-ΑΝΟΙΞΗ 2022)