Οι σκηνοθέτες του κύκλου παραστάσεων «Μεγάλα έργα σε μικρές σκηνές» συνομιλούν με τον σκηνοθέτη των «Ορνίθων»
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ποια είναι η πρωταρχική πηγή συγκίνησής σου όταν ξεκινάς να σκηνοθετήσεις και ποια είναι η πρώτη ύλη –η μαγιά– που αναζητάς κάθε φορά;
Γ.ΡΗΓΑΣ
Ποτέ δεν καταπιάνομαι με έργο που δεν κατανοώ. Το πρώτο που με απασχολεί είναι η αντιληπτότητά του. Αν δεν συμβεί, αυτός είναι λόγος ισχυρός να μην προχωρήσω. Βλέποντας παραστάσεις, συχνά αντιλαμβάνομαι πως όταν συμβαίνει οι συντελεστές να μην εννοούν το έργο, ακροβατούν σε άσχετους πειραματισμούς και τρομάζω… Δεν θέλω να το ζήσω. Αν κατανοήσω, θα ταξιδέψω. Αυτό είναι και η πηγή έμπνευσής μου.
ΕΥΗ ΣΑΡΜΗ
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 2001. Έχεις σκηνοθετήσει τον «Κύκλωπα» για το ΚΘΒΕ. Kατεβαίνετε για να παίξετε στην Επίδαυρο. Ποια ήταν η πρώτη σκέψη, το πρώτο συναίσθημα, όταν μπήκες στο Θέατρο; Τι φύλαξες από αυτήν την αναμέτρηση; Τι θα άλλαζες αν μπορούσες; Τι θα συμβούλευες έναν νέο σκηνοθέτη;
Γ. ΡΗΓΑΣ
Στην Επίδαυρο μεγάλωσα, ωρίμασα, κέντησα σκέψεις… Κάθε φορά, λοιπόν, γυρίζω σ’ έναν τόπο αγαπημένο. Ευτύχησα να παίξω πολύ στην Επίδαυρο. Ως σκηνοθέτης κατέβηκα έχοντας ήδη στις αποσκευές μου την εμπειρία της. Όταν άνηκα στο δυναμικό του Θεάτρου Τέχνης, δουλεύαμε πολύ σκληρά. Εκεί έμαθα θέατρο. Όταν το 1975 πατάω το χώμα της, αντικρίζω 18.000 θεατές! Ασύλληπτο νούμερο ακόμη και για τις σύγχρονες επιτυχίες. Δεν θα πω πως και σήμερα δεν γίνονται σπουδαίες παραγωγές. Όμως, νιώθω να λείπει ο σαφής διαχωρισμός. Πάμε μεταξύ άλλων και στην Επίδαυρο. Πάντα έμενα στο Λιγουριό, όπου ο περιθρύλητος «Λεωνίδας» ήταν και παραμένει σημείο αναφοράς μας. Έγινα μέλος της οικογένειάς του απ’ αρχής. Όταν δεν είχα πού να κοιμηθώ η οικογένεια με καλοδέχθηκε στο σπίτι της. Το 2001 με μεγάλη χαρά, λοιπόν, και συγκίνηση και σεβασμό, επέστρεφα στο σπίτι μου. Η πρώτη μου επαφή με τη σκηνοθεσία σε μια –πιστεύω– καλή παράσταση, τον «Κύκλωπα», ήταν ευκαιρία να μάθω πολλά πράγματα. Τι δεν θα άλλαζα; Τίποτα! Δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου. Εάν έκανα κάποια λάθη, ήταν μαθήματα που πάντα φροντίζω να μην επαναληφθούν. Τους νέους σκηνοθέτες θα τους προέτρεπα να σέβονται και να είναι ανοιχτοί. Κατεβαίνουν, φοβάμαι, στην Επίδαυρο ακούγοντας όλο και λιγότερο. Έχουν παγιωμένη άποψη και επιδιώκουν την σκηνική της αποτύπωση απαρέγκλιτα. Ορθότερο βρίσκω να αφουγκράζονται αυτό που θέλει να πει το κείμενο, συντελεστές κι ηθοποιοί. Δεν είναι εκεί για να εκτελούν τις σκέψεις μας μηχανικά. Είναι οι συνεργάτες μας. Τις παραστάσεις δεν τις κάνουμε μόνοι μας. Είναι συλλογική κατάθεση. Ας μην το ξεχνούμε ποτέ αυτό.
ΜΑΙΡΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Μετά τα τόσα χρόνια πορείας σου στο θέατρο (ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος) πώς αυτό σ’ έχει αλλάξει ως άνθρωπο και ποιος θα ήταν ο απολογισμός σου;
Γ. ΡΗΓΑΣ
Κοντά μισό αιώνα, 47 συναπτά έτη από το 1974, κάνω ανελλιπώς θέατρο. Έζησα τη ζωή μου μέσα στο θέατρο. Δεν κατανοώ τη φράση «τι άλλαξε». Ανέβηκα στη σκηνή στα 18 μου και ουδέποτε θέλησα να γίνω κάτι διαφορετικό. Ακόμη κι όταν οι συνεργασίες ή οι συνθήκες δεν ευνοούσαν, επέμενα. Όσο για τη διδασκαλία, ξεκίνησε από το 1977 όταν ο Κουν με έβαλε να διδάξω, τριτοετής εγώ, σε πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου διαφορετικά. Όλα αυτά τα χρόνια έγνοια μου ήταν να αφουγκραστώ όσα περισσότερα ήταν μπορετό σε σχέση με την τέχνη μου και την συνύπαρξή μου με τους ανθρώπους. Ένα από αυτά που σε μαθαίνει το θέατρο είναι να συνεργάζεσαι και να ακούς. Να σέβεσαι και να αγαπάς. Να θαυμάζεις και να ρωτάς. Ονειρεύτηκα να είμαι στο θέατρο, πήγα κι έκανα θέατρο. Ονειρεύτηκα την Επίδαυρο, πήγα κι έπαιξα στην Επίδαυρο. Θα μπορούσε κανείς να με αποκαλέσει τυχερό άνθρωπο. Συνεργάστηκα με πλούσιους ανθρώπους μιας ολόκληρης εποχής: Κουν, Τσαρούχης, Χατζηδάκις, Θοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Φωτόπουλος… ήταν όλοι τους δάσκαλοί μου, με δίδαξαν και με άκουσαν. Αυτό το δεύτερο ήταν μέρος του μεγαλείου τους. Έπαιξα στα μεγαλύτερα θέατρα Ελλάδας κι Ευρώπης, αποθησαυρίζοντας στιγμές μαγικές. Δε θα τις άλλαζα με τίποτε, δεν θα έκανα τίποτε διαφορετικό. Αν έκανα λάθη; Μα φυσικά! Συνέχεια! Αλίμονο αν δεν έκανα! Κι όμως δηλώνω χαρούμενος. Έχω κάνει και μεγάλες επιτυχίες και παταγώδεις αποτυχίες. Ούτε αεροπόρος ούτε γιατρός ούτε δικηγόρος ούτε υπουργός θέλησα να γίνω. Να συνομιλώ με τους άλλους είχα ανάγκη. Με τους συνεργάτες μου, με τους συναδέρφους μου. Και δεν σπατάλησα τον χρόνο μου παρακαλώντας να είμαι καλύτερος από κάποιους. Έκανα παραστάσεις ό,τι καταλάβαινα. Αν ήθελα να κάνω «ταρατατζούμ», θα δούλευα διαφορετικά.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΙΩΝΑΣ
Τελικά τι έγινε στον εμφύλιο;
Γ. ΡΗΓΑΣ
Προτείνω να ρίξεις το βλέμμα με αποφασιστικότητα και αντοχή ανάγνωσης όλων των παραμέτρων της ιστορίας. Αναφέρεσαι, εικάζω, σε εκείνους τους πολέμους που ταλανίζουν τη δουλειά, την κοινωνική μας συμπεριφορά, την προσπάθεια συνομιλίας με εαυτούς και αλλήλους, που όλοι κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στην πορεία μας στην τέχνη και όχι αμιγώς σε εκείνους που μας ταλάνισαν ως ελληνική κοινωνία από ιδρύσεώς μας και συνεχίζουν να συντελούνται. Προσωπικά, μεγάλωσα σε ένα φιλελεύθερο σπίτι με γονείς ανοιχτόμυαλους και ανεκτικούς στις επαναστάσεις των παιδιών τους, μπολιάστηκα από μικρός με ιδέες και ιδανικά, πράγμα που με οδήγησε στο να διευρύνω τον οπτικό ορίζοντά μου, χωρώντας εντός του κι εμένα ευκολότερα και τους ανθρώπους που συνομίλησα όλα αυτά τα χρόνια αλλά και τις απορίες της δουλειάς μας. Στον εμφύλιο έχω να πω ότι δεν υπάρχουν νικητές. Όσο δύσκολο ή ακριβό κι αν είναι, η πρόκλησή τους αφορά στη συνομιλία με τους γύρω. Μακάρι να το ενστερνιστούμε εγκαίρως όλοι μας. Όχι πως θα πάψουν να γεννιούνται εντός μας εμφύλιες συρράξεις, όμως μόνον έτσι θα βρούμε τα κουράγια να τις αντιμετωπίσουμε και να προχωρήσουμε. Σχηματικά, εμφύλιος είναι κι όταν έχω ένα ανεπίλυτο ερωτηματικό επί σκηνής. Είναι η αδυναμία μου να κατανοήσω τον άλλο. Κι ας μην έχει δίκιο. Εγώ οφείλω να μπορώ να τον ακούσω.
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2021)