Ίσως και να πιστέψαµε πως δεν θα έφτανε ποτέ αλλά τελικά ήρθε, καθώς κανένα καλοκαίρι τελικά δεν χάνει το ραντεβού του. Το φετινό πάντως ξεκίνησε αλλιώτικο και δεν αποκλείεται ως τέτοιο να εξελιχθεί.
Είναι εξάλλου το καλοκαίρι των αποστάσεων, της χρήσης της µάσκας την ώρα που σε κατακαίει ο ήλιος, του αντισηπτικού, των σύντοµων – ασφαλών διακοπών ή και των καθόλου διακοπών, είναι το καλοκαίρι που στο θερινό και στο θέατρο θα καθίσουµε µία παρά µία θέση, είναι το καλοκαίρι που πρέπει να αντέξουµε.
Από την άλλη, ίσως αυτό το καλοκαίρι η οµορφιά των απλών πραγµάτων γίνει ο δρόµος που θα µας οδηγήσει και πάλι πίσω στη ζωή, όπως αυτή µας αρέσει.
Ανάµεσα σε πολλά που µου αρέσουν, είναι και οι πόλεις το καλοκαίρι. Και ανάµεσα σε αυτές και η δική µας. Το θερινό φως κάνει τις πόλεις αλλιώτικες, σου εξάπτουν την περιέργεια, σε προκαλούν να τις περπατήσεις, κι ας µην ξεχνάµε πως της Θεσσαλονίκης δεν της έλειψαν ποτέ οι φλανέρ και οι περιπατητές που αναζητούσαν µυστικούς τόπους και µυστικούς εαυτούς διαµορφώνοντας παράλληλα µια νέα αντίληψη για το πώς µπορεί να συνδεθεί κανείς µε το αστικό τοπίο.
Ακόµη και σήµερα ανάµεσα σε παρέες, ζευγάρια, οικογένειες, ποδηλάτες, χειριστές πατινιών και αµέτρητους άλλους, θα συναντήσεις εκείνους τους µόνους που περπατούν το δείλι κατά µήκος της θάλασσας δίνοντας και πάλι πίσω στο δειλινό κάτι από το χαµένο του νόηµα. Τα δειλινά της Σαλονίκης εξάλλου είναι συναρπαστικά και όχι τόσο ξακουστά όσο θα τους άξιζε. Από το Λιµάνι και την Παλιά Παραλία και από τη Νέα Παραλία έως τους µυστικούς τόπους στην ακτογραµµή της Καλαµαριάς, η διαδροµή κρύβει συγκινήσεις και είναι διπλής κατεύθυνσης, είναι µια διαδροµή που σε πάει έξω αλλά και προς τα µέσα.
Υπάρχουν όµως κι άλλα που αξίζουν στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τα ποιητικά της δειλινά. Είναι τα πρωινά της, µε το διάφανο φως του Ιουνίου να δίνει τη θέση του σε ένα πιο γαλακτώδες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο για να βυθίσει την πόλη τις τελευταίες µέρες του καλοκαιριού σε µια πραγµατική αχλή, τόσο ρεµβαστική, που σχεδόν ξεχνάς πως βρίσκεσαι σε τόπο πολύ βαθιά βιωµένο.
Αυτά τα καλοκαιρινά πρωινά είναι λίγοι εκείνοι που θα ανεβούν µέχρι την Ακρόπολη και µέσα στο θάµπος θα ακολουθήσουν µια πορεία ανάµεσα σε ξερά χόρτα, σπουδαία µνηµεία και ένα ζαλιστικό ζιγκ-ζαγκ στα στενά της Άνω Πόλης. Συνήθως τις ώρες εκείνες έχει ησυχία, ακούς µόνο τα βήµατά σου ενώ κατεβαίνεις γλυκά και εύκολα προς τα κάτω, διαπιστώνοντας για µια ακόµη φορά την περίπλοκη σχέση που έχουν σε αυτή την πόλη οι άνθρωποι µε τα Τείχη και τη Θάλασσα.
Υπάρχουν βέβαια κι άλλες διαδροµές, µερικές αληθινά δύσκολες, από όπου δεν λείπουν οι δυνατές εικόνες, όπως το να πάει κανείς πλάι στα αυτοκίνητα να ανακαλύψει τη θαµπή ακτή στη λιµνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής, της οποίας τον κρυφό πλούτο κατάφερε να αναδείξει σε ένα ανεπανάληπτο αφήγηµά του ο Κάρολος Τσίζεκ.
Υπάρχει ακόµη το Ντεπώ και η Επτάλοφος, οι πυκνοκατοικηµένες γειτονιές κρεµασµένες πάνω στον άξονα της ∆ελφών, η Πυλαία και η Σταυρούπολη, η βαθιά Καλαµαριά και το Καλοχώρι µε τη δική του λιµνοθάλασσα. Σε όλους αυτούς τους τόπους και σε ακόµη περισσότερους που κάποιος µπορεί να έχει µέσα του, γιατί είναι οι γειτονιές στις οποίες µεγάλωσε ή πέρασε κάποια ευτυχισµένα χρόνια, το φετινό καλοκαίρι προτρέπει ξανά να τους ανακαλύψουµε, παίρνοντας ανάσα από τον ίδιο µας τον εαυτό και από την ίδια µας την πόλη µέχρι να κατανοήσουµε τι µας συνέβη. Και αµέσως µετά να πάµε παρακάτω.
Γράφει η
Εύη Καρκίτη
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020)