Η συναυλία της Loreena McKennitt στο Θέατρο Γης, στο πλαίσιο του 5ου Φεστιβάλ Δάσους, το φετινό καλοκαίρι, είναι ίσως το μεγαλύτερο μουσικό γεγονός στη Θεσσαλονίκη.
Με νέο άλμπουμ, με ελληνικές συμμετοχές και έχοντας δέκα χρόνια να επισκεφτεί την Ελλάδα, η κρυστάλλινη φωνή που μας έκανε να αγαπήσουμε τα ethnic ακούσματα και την κέλτικη μουσική παράδοση, αντηχεί ξανά σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Στην προσπάθειά μου να εξασφαλίσουμε την πολυπόθητη συνέντευξη ετοίμασα ερωτήσεις, μίλησα με ανθρώπους, έστειλα mail και περίμενα με αγωνία και ελπίδα να μου απαντήσει. Γραπτώς φυσικά, όπως γίνεται εξάλλου στις περιπτώσεις αυτές. Αντ’ αυτού, έλαβα ένα αναπάντεχο mail που ανέφερε ότι η κα McKennitt προτιμά τις ζωντανές συνεντεύξεις και ότι θα με καλέσει η ίδια τηλεφωνικά την Πέμπτη, το μεσημέρι, στις 13.00, για να μιλήσουμε! Εκείνη την Πέμπτη, στις 13.02 μ.μ. ακριβώς το τηλέφωνό μου χτύπησε: «Hello Ms McKennitt…»
Συνδυάζετε πολλούς και σημαντικούς ρόλους, μέσα από τους οποίους σας έχουμε γνωρίσει μέσα στα χρόνια. Είστε καταξιωμένη μουσικός, συνθέτρια, τραγουδίστρια και παραγωγός, ενώ παράλληλα έχετε μια δυνατή φωνή σε θέματα κοινωνικά. Ποιος από τους ρόλους αυτούς είναι πιο κοντά στη Loreena;
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει πολλές δυνατότητες. Και οι καταστάσεις τις οποίες βιώνεις σε κάνουν να συνειδητοποιείς τις δυνατότητες αυτές. Καταρχάς, θα έλεγα ότι είμαι τραγουδίστρια, αλλά επειδή μανατζάρω η ίδια την καριέρα μου, αυτό καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του χρόνου μου, γεγονός που πολύς κόσμος δεν γνωρίζει.
Πράγματι είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έχετε αναλάβει η ίδια εξαρχής αυτό το κομμάτι, μιας τόσο απαιτητικής και μεγάλης καριέρας!
Όντως, δεν είναι συνηθισμένο. Έτσι όμως εξελίχθηκε η δική μου καριέρα. Εγώ ήθελα πάντα να γίνω κτηνίατρος. Κι όμως, το 1985 δανείστηκα λεφτά από την οικογένειά μου, τα οποία μάζευαν για τις σπουδές μου και έκανα την πρώτη μου ηχογράφηση. Έγραψα 30 κασέτες και δούλευα κατά διαστήματα στο Τορόντο επί πέντε χρόνια, μαζευοντας τα χρήματα για την επόμενη ηχογράφηση. Έπειτα ξεκίνησα τις περιοδείες, αρχικά μόνη και στη συνέχεια με άλλους μουσικούς. Οπότε κυριολεκτικά έχτισα την καριέρα μου βήμα-βήμα, από το 1985 έως το 1991, όταν τελικά υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο.Τότε άρχισε η μουσική μου να γίνεται ευρέως γνωστή. Ωστόσο τα πρώτα εκείνα πέντε χρόνια ήταν καθοριστικά στο να πάρω εγώ τα ηνία της καριέρας μου. Μερικές φορές δεν ξέρεις ποια είναι τα ταλέντα σου.Εγώ υπήρξα πολύ τυχερή από άποψη εμπειριών, που μου επέτρεψαν να μάθω όλα αυτά που έμαθα!
Κέλτικος ήχος: τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε μέσα από τις συνθέσεις σας. Πώς συνδεθήκατε με αυτήν τη μουσική και ποια η σημασία της για εσάς;
Θα το περιγράψω έτσι: την πρώτη φορά που άκουσα κέλτικη μουσική, ήταν σαν έρωτας κεραυνοβόλος. Και απλά ήξερα ότι ήθελα αυτός ο ήχος να γίνει μέρος της ζωής μου. Φυσικά δεν ήξερα από την αρχή ότι αυτό θα εξελισσόταν σε καριέρα. Όμως το 1991 επισκέφτηκα μια έκθεση στη Βενετία με θέμα την κέλτικη χειροτεχνία. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι Κέλτες δεν ήταν απλά άνθρωποι σε φυλές από την Ιρλανδία, τη Σκωτία και την Ουαλία, αλλά φυλές από διάφορα σημεία της Ευρώπης, με ιστορία από τον 5 π.χ. αιώνα! Παράλληλα ανέπτυξα μια αγάπη για τη σύνθεση ταξιδιωτικής μουσικής. Ήθελα λοιπόν να γράψω τη δική μου μουσική, χρησιμοποιώντας την κέλτικη ιστορία ως άξονα, πάνω στον οποίο θα πατούσα για έμπνευση. Και συχνά αυτός ο δρόμος με οδηγούσε κατά μήκος της Ευρώπης, σε διάφορα σημεία. Έτσι αποφάσισα να ταξιδέψω όπου η ιστορία με πήγαινε, σε όσο περισσότερα μέρη μπορούσα, όχι ως ακαδημαϊκός, αλλά περισσότερο από χόμπι. Και έπειτα έβαλα τις εμπειρίες στα τραγούδια και τη μουσική μου. Οπότε μπορώ να αναφέρομαι στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού ως ταξιδιωτική σύνθεση ή σαν μια ηχητική φωτογραφική λήψη όσων έζησα και έμαθα από τα ταξίδια μου. Τις μυρωδιές, τις παραδόσεις… Και το ζητούμενο κάθε φορά είναι να βρεθεί η μουσική συνέχεια, πέρα από τη μελωδία και τους στίχους, που είναι ενδεικτική για κάθε τόπο.
Μιλήστε μας για τις περιοδείες σας. Για τη δημιουργική διαδικασία της επαφής σας με το κοινό τη στιγμή που στέκεστε απέναντί του και περιμένει να σας ακούσει.
Είναι ένας κύκλος. Το να δημιουργείς στο στούντιο είναι κάπως σαν να μαγειρεύεις ένα γεύμα για φίλους. Αναζητάς τις διαφορετικές συνταγές και γεύσεις και κάποια στιγμή το μοιράζεσαι μαζί τους. Κάποιοι θα το απολαύσουν και εσύ θα έχεις την απόλυτα φυσιολογική αγωνία, αν θα τους αρέσει! Γιατί υπάρχει η αγωνία να κάνεις τη μουσική όσο πιο «ζωντανή» γίνεται, όπως συμβαίνει και στο θέατρο – με το οποίο έχω επίσης ασχοληθεί – όπου ο ηθοποιός ενσαρκώνει κάθε βράδυ τον ίδιο χαρακτήρα και αγωνιά κάθε φορά να τον κάνει, όσο πιο «ζωντανό» γίνεται. Εγώ πάντως απολαμβάνω και προσπαθώ να γνωρίζω όσα περισσότερα μπορώ κάθε φορά που επισκέπτομαι έναν τόπο…
Συχνά συνδυάζετε τη μουσική σας με την ποίηση. Πώς γίνεται αυτή η δημιουργική μείξη;
Αυτό πρωτοξεκινησε ως ιδέα το 1984-85, όταν μου ζητήθηκε να συνδυάσω ένα ιρλανδικό ποίημα με μουσική για μια εμφάνιση στο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο, όπου θα ήταν καλεσμένος ένας πολύ διάσημος Ιρλανδός ποιητής. Τότε σκέφτηκα ότι υπάρχει ενδιαφέρον από δημιουργικής πλευράς στο να έχεις αυτόν τον υποστηρικτικό ρόλο στο δημιουργικό εγχείρημα ενός τρίτου, καθώς όταν γράφεις μουσική για ένα ποίημα δεν είναι πλέον αποκλειστικά δική σου η δημιουργία. Δουλεύεις πάνω στη δημιουργία κάποιου άλλου. Και καθώς έχω δουλέψει με ποιήματα μεγάλων και καταξιωμένων ποιητών, όπως ο Σαίξπηρ και άλλοι, υπάρχει μια πρόκληση στο να βρεις κάθε φορά τη μελωδία ή τη μουσική ακολουθία που θα υποστηρίξει το ποίημα. Αυτό λοιπόν λειτουργεί ως έμπνευση για τη δημιουργία της μουσικής. Και μέσα από το πάντρεμα των δύο, της μουσικής και της ποίησης, δημιουργείς κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Μιλήστε μας για το «Lost Souls» («Χαμένες ψυχές»), το νέο σας άλμπουμ και για τις κοινωνικές του προεκτάσεις.
Αυτό είναι ένα άλμπουμ που δεν προήλθε από την έρευνα σχετικά με τους Κέλτες. Μάλιστα, υπάρχουν 4-5 τραγούδια μέσα στον δίσκο που είχα γράψει γύρω στο τέλος της δεκαετίας του ‘80. Είχα πολλά χρόνια να εκδόσω νέο άλμπουμ, ενώ δεν σταμάτησα ποτέ να κάνω περιοδείες. Οπότε σκέφτηκα να συγκεντρώσω όλα αυτά τα κομμάτια που μου άρεσαν καθώς και 3-4 κομμάτια που έχω συνθέσει πιο πρόσφατα. Το τραγούδι «Lost Souls» αντλεί έμπνευση από ένα βιβλίο που διάβασα πέντε χρόνια πριν, με τίτλο «A Short History of Progress» του ανθρωπολόγου Ρόναλντ Ράιτ, ο οποίος υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο είδος έχει την τάση να πέφτει σε «παγίδες» που δημιουργούνται από την εξέλιξη και την πρόοδό του (progress traps). Μία από τις πρώτες παγίδες ήταν το να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος τα δέντρα -τα δάση- για καύσιμα και για να φτιάξει, μεταξύ άλλων, πλοία και σπίτια. Προχωρώντας όμως σταδιακά, μέσω της προόδου αυτής, στη δημιουργία σπαθιών, όπλων, κανονιών, πυρηνικών εξοπλισμών κτλ, στα φαινόμενα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως υπερβολική πρόοδο. Για μένα η γρήγορη εξάπλωση της τεχνολογίας στον τομέα της επικοινωνίας είναι ένα ακόμη παράδειγμα του «υπερβολικά πολλά, υπερβολικά γρήγορα». Σε αυτή τη βάση έγραψα το «Lost Souls», που αφορά όλους εμάς, ως είδος.
Λέτε ότι η τεχνολογία μάς άλλαξε λοιπόν. Η πεποίθησή σας αυτή συνδεέεται με την απόφασή σας πέρυσι να κλείσετε τον λογαριασμό σας στο facebook;
Ναι, συνδέεται απόλυτα. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των Μέσων έχει «τρυπώσει» σε κάθε τομέα της κοινωνίας μας. Το βρίσκω αντιδημοκρατικό και αυτό το πιστεύω ακόμη πιο έντονα από πέρυσι. Η διεισδυτικότητα αυτή έχει επηρεάσει την ιδιωτικότητά μας, τη δημοκρατία, τα παιδιά μας. Υπάρχουν μικρά παιδιά που θέλουν να αυτοκτονήσουν! Και χωρίς να τα ρίχνω όλα στην ευθύνη της τεχνολογίας και των Μέσων αυτών, θεωρώ ότι έχουν σχεδιαστεί να είναι εξαιρετικά εθιστικά και καταστροφικά. Με συνέπεια ο άνθρωπος να απομακρύνεται διαρκώς από το φυσικό του περιβάλλον και τα πραγματικά ουσιαστικά θέματα, όπως την κλιματική αλλαγή για παράδειγμα. Αλλάζει ο τρόπος που επικοινωνούμε ως κοινωνία και το ακόμη πιο σοκαριστικό είναι, ότι υποβαθμίζεται πλέον η δυνατότητά μας να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα. Για μένα το να βγω από το facebook ήταν το πρώτο βήμα, έχοντας μάλιστα περισσότερους από μισό εκατομμύριο followers και ενώ ξεκινούσα την ίδια χρονική περίοδο την περιοδεία μου. Ο καθένας μας πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί ατομικά. Και όταν το κάνουν αυτό πολλοί, εμπνέονται και οι υπόλοιποι. Μια φράση που αγαπώ είναι η εξής: «Δεν θα είσαι πάντα το αφεντικό, αλλά πάντα μπορείς να οδηγείς τους άλλους».
Πέρασαν δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που επισκεφτήκατε τη χώρα μας. Και ήταν μια πολύ δύσκολη δεκαετία για την Ελλάδα. Θα θέλατε να κάνετε ένα σχόλιο πάνω σε αυτό; Για την ελληνική κρίση και όλα όσα πέρασε και ακόμη περνά ο ελληνικός λαός;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνω κάποιο σχόλιο. Σκέφτομαι την ελληνική ιστορία και τα μέρη της Ελλάδας και το πόσο περήφανοι πρέπει να εξακολουθούν να είναι οι σύγχρονοι Έλληνες για την κουλτούρα τους, την ιστορία τους και όλα όσα έχουν δώσει στον κόσμο. Όλα αυτά, που είναι ακόμη τόσο «ελληνικά», θα πρέπει να γίνουν η ραχοκοκαλιά για να ξεπεραστούν οι δύσκολες στιγμές. Δεν μπορώ να διανοηθώ το άγχος και την πίεση… Έχω απολαύσει τόσο την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Ανυπομονώ να βρεθώ πάλι εκεί!
Είστε μια δυναμική γυναίκα που καταπιάνεται με πολλά πράγματα, με δυνατό δημόσιο λόγο. Τι θα λέγατε σε άλλες γυναίκες ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης;
Είμαι 62 χρόνων τώρα, και καμιά φορά κοιτώ τον εαυτό μου όπως μπορεί να με βλέπουν οι άλλοι. Ξέρω όμως την πορεία μου, από τότε που πουλούσα τις κασέτες μου μέχρι σήμερα. Μακάρι να μπορούσα να πω ότι ήξερα τι κάνω, αλλά δεν είναι αλήθεια. Μεγάλωσα σε μια κοινωνία όπου ο ένας φρόντιζε τον άλλο. Δεν χρειαζόταν να το ζητήσεις, απλά γινόταν. Και αυτό ήταν πάντα μέσα μου, η έγνοια για τους άλλους, μαζί με την αποφασιστικότητα και το θάρρος για το γενικότερο καλό.
Να κλείσουμε τη συνέντευξη με μια ευχή;
Εύχομαι για το ανθρώπινο είδος να βρει με κάποιον τρόπο τον δρόμο του και να ευθυγραμμιστεί και πάλι αρμονικά με τον φυσικό κόσμο!
Info:
Συναυλία Θεσσαλονίκης:
Θέατρο Γης, 26 Ιουνίου
Συναυλία Αθήνας:
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 27 Ιουνίου
Συνέντευξη στην Ελένη Ομήρου
*Αναδημοσίευση απο το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2019)