Η μελέτη σας εστιάζει κυρίως στα ζητήματα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και της ρωμαϊκής γλυπτικής. Μπορείτε να μας μιλήσετε περισσότερο για αυτήν;
Ποιοι ήταν οι παράγοντες που σας ώθησαν να εκπονήσετε τη συγκεκριμένη μελέτη;
Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν υπήρξε μέχρι σήμερα κανένα εγχειρίδιο αποκλειστικά αναφερόμενο σε μια ρωμαϊκή αισθητική, παρα μόνο συγγράμματα σχετιζόμενα με την ιστορία της ρωμαϊκής τέχνης. Αυτό που ήθελα να αναδείξω μέσα από τη μελέτη μου είναι ότι η ρωμαϊκή τέχνη έχει μία δική της υπόσταση, ότι δεν αποτελεί μια απονευρωμένη μίμηση των τεχνών των παρακειμένων γεωγραφικά λαών και ότι η αισθητική στη Ρώμη δεν είναι μια ετερόνομη αισθητική. Μπορεί η ρωμαϊκή τέχνη να διατήρησε κάποιες φόρμες από τον ελληνικό, ετρουσκικό ή ακόμη και αιγυπτιακό πολιτισμό, όμως το περιεχόμενό της δεν είναι επείσακτο.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η επίδραση που άσκησαν η ρωμαϊκή αισθητική και φιλοσοφία στη μετέπειτα πορεία της τέχνης;
Στον μετέπειτα κόσμο, σημαντικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής τέχνης, όπως είναι η μνημειακότητα και η επιζήτηση του «μεγάλου», η ρωπογραφία και ο βερισμός, τα συναντάμε ήδη από τις κλασικιστικές στροφές του 1750, αλλά και με έναν πιο «γυμνό», ίσως μπρουταλιστικό τρόπο, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της δεκαετίας του 1930. Παρόλα αυτά, κάποια στοιχεία της αισθητικής αυτής επιβιώνουν ακόμα και σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, η συμβατικοποίηση και επικράτηση του ίδιου του χριστιανισμού κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα βασίστηκε και πάνω στις δομές της ρωμαϊκής τέχνης, τις οποίες μεταφέρει μέχρι και σήμερα∙ δημιούργησε μία ναοδομία που βασίστηκε στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική του εσωτερικού χώρου, και την οποία κατάφερε να εκμεταλλευτεί για τη λατρεία και τις συναθροίσεις του. Αυτή λοιπόν η ανακάλυψη του εσωτερικού χώρου, ανακάλυψη που συνέβη στη Ρώμη, αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό που συνοδεύει την αρχιτεκτονική – είτε την εκκλησιαστική είτε τη «θύραθεν» – μέχρι και σήμερα.
Γιατί θεωρείτε ότι αξίζει να διαβάσει κανείς σήμερα έργα της λατινικής λογοτεχνίας;
Για εκατομμύρια λόγους! Ένας από τους σημαντικότερους είναι πως, διαβάζοντας τη λατινική λογοτεχνία, μπορεί κανείς να δει πώς εξελίσσεται η αντίληψη του ανθρώπου για τον έρωτα μέσα στην ιστορία. Θα δει δηλαδή αυτό το συναίσθημα να εκθειάζεται από τους Λατίνους, όσο δεν εκθειάστηκε από κανέναν άλλο λαό και αυτό γιατί στη Ρώμη ακόμη και ο έρωτας είναι μια πράξη πολιτική. Αν κάποιος θέλει να διέλθει, εν ολίγοις, από την ιστορία του έρωτα, οφείλει να μελετήσει τη λατινική λογοτεχνία. Αν δεν διαβάσει σήμερα κάποιος τον Κάτουλλο ή τον Προπέρτιο και δεν «βιώσει» την πραγμάτευση των ερωτικών προβλημάτων στα Ερωτικά Αντιφάρμακα (Remedia Amoris) του Οβιδίου, θα χάσει τον σημαντικότερο κρίκο μιας αλυσίδας που ξεκινά από το έπος του Γκιλγκαμές, περνά από τους Τροβαδούρους και τα Carmina Burana και καταλήγει – στον σύγχρονο κόσμο – στο “Manhattan” του Γούντι Άλλεν. Όταν διαβάζουμε τη λατινική λογοτεχνία, διαβάζουμε το “Roma” ανάποδα.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μία από τις πιο κεντρικές πόλεις του ρωμαϊκού κόσμου. Πόσο εμφανείς είναι σήμερα οι επιρροές του αρχιτεκτονικού της παρελθόντος;
Ήδη μετά τη νίκη του Αιμιλίου Παύλου στον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο το 168 π.Χ., η περιοχή εκείνη θεωρείται ένα νευραλγικό σημείο για τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Η σημασία της πάντως αναδεικνύεται προοδευτικά μετά την περίοδο των στρατιωτικών αυτοκρατόρων, κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού και φυσικά αναπτύσσεται περισσότερο, όταν η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρεται ανατολικά. Επιτρέψτε μου εισαγωγικά να αναφερθώ στο εξής: στη ρωμαϊκή αρχαιότητα δεν υπήρχαν οδοί, συνεπώς προέκυψε ένα μεγάλο ζήτημα σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού του χώρου. Ένας ωραίος τρόπος να λυθεί το πρόβλημα αυτό ήταν η δημόσια γλυπτική και πιο συγκεκριμένα η τοποθέτηση αγαλμάτων ή στύλων σε συγκεκριμένα σημεία. Έτσι, αυτά τα έργα τέχνης μετατράπηκαν σε προσδιοριστές του χώρου για τους πολίτες και αυτό είναι κάτι που συνεχίζει να υπάρχει ως μοτίβο στις μέρες μας. Όλα αυτά τα στοιχεία επιβιώνουν και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, αφού για παράδειγμα η «Καμάρα», αν και δεν δημιουργήθηκε για να αποτελέσει σημείο συνάντησης – για παράδειγμα – δυο νέων εραστών αλλά για να μας εισαγάγει στο γαλεριανό συγκρότημα, αποτελεί ακόμα και τώρα σημείο αναφοράς για τις συναντήσεις μεταξύ των κατοίκων της πόλης, σαν αυτή που προαναφέρθηκε. Η αψίδα αυτή προσδιορίζει ένα μέρος του δημόσιου χώρου της πόλης και πρόκειται για ένα σημείο που συμπλέκει την ανθρώπινη προθετικότητα και τον κόσμο μας με τον κόσμο συναισθημάτων της αρχαιότητας.
Συνέντευξη στη Λία Κατσανά