Σαφάρι στην μποέμ Θεσσαλονίκη

Noell

Τους βλέπω κάθε πρωί, με το που τελειώνω την εκπομπή μου στον «Μήνυμα 107.7»- είμαστε στον ίδιο δρόμο, Μακεδονικής Αμύνης με θέα την αρχαία αγορά. Κι οι δυο τους, σε ρυθμούς cheese cake. Ο Γιάννης (ναι αυτός, ο Μήτσης που γράφει τη δική του τροχιά στο ροκ της πόλης) και η γυναίκα του η Ιοκάστη. Πειραματίζονται πάνω στην παραδοσιακή διατροφική υπεραξία, που λέγεται cheese cake, φτιάχνοντας παραλλαγές πάνω στον θρύλο. Θυμάστε ένα επεισόδιο από τα φιλαράκια, με την Ρέιτσελ και τον Τσάντλερ να τρώνε το εν λόγω αμάρτημα από το πάτωμα; Τέτοιος είμαι κι εγώ. Ο αληθινός χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια cheese cake απόλαυση.

CheeseCake

«Δεν υπάρχει χρόνος εδώ μέσα», μου λέει ο Χρήστος, καθώς κατεβαίνουμε την εσωτερική σκάλα. Ό,τι κι αν εννοούσε, εγώ ο άχρονος τον πίστεψα. Αφήνεις δηλαδή, το ρολόι σου στην Βασιλίσσης Όλγας, τριγύρω η θρυλική κάποτε συνοικία των Εξοχών και μπαίνεις στον κήπο, όπου σε καλωσορίζουν μια μανόλια, μια ροδιά, ένας φοίνικας κι ένα κορακοζώητο αναρριχόμενο το οποίο ντύνει το τσιμέντο της διπλανής πολυκατοικίας. Είμαστε στην εξωτική Καζαμπλάνκα, αυτό είναι πλέον το κοσμικό όνομα της Βίλλας Μιχαηλίδη, που δεσπόζει στο ίδιο σημείο, ως έργο τέχνης πλέον, περισσότερα από 100 χρόνια. Κάποιο μαγικό χέρι την έσωσε από την βάρβαρη αντιπαροχή που ισοπέδωσε την αστική αρχιτεκτονική της παλιάς Θεσσαλονίκης. Το «Casablanca social club», είναι ένα δροσερό κοκτέιλ με ρετρό υλικά και κλεφτές φουτουριστικές ματιές. Ένας πλανήτης, με όλες του τις ροζ, τις τιρκουάζ και τις βίντατζ λεπτομέρειες. Μια σκηνογραφία καθόλου μα καθόλου παλιομοδίτικη. Άχρονη ναι, και μποέμ και φινετσάτη, σαν να περιμένεις σε ραντεβού την Όντρεϊ Χέμπορν ή την Τζένη Καρέζη ή την Έμα Στόουν. Εδώ μιλάς, όχι στο κινητό, με το διπλανό σου. Αβίαστα, σχεδόν υποσυνείδητα παρασύρεσαι στον ρυθμό της κουβέντας, των φίλων, της μουσικής, του αλά Καζαμπλάνκα μυστηρίου και γίνεσαι αναλογικός.

Casablanca social club

Σαν το τραγουδάκι που λέγαμε παιδιά, «Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι… και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούμε ποιός ποιός θα φαγωθεί, οε οε οε οε…». Το πιο σπλάτερ παιδικό τραγούδι όλων των εποχών, αφού προωθεί τελείως απροκάλυπτα τον κανιβαλισμό. Η Φανή του «Noell», μου αφηγείται χαρτί και καλαμάρι την ιστορία, το πως συνδέονται δηλαδή ο θρυλικός πίνακας «Η σχεδία της Μέδουσας» του Ζαν Λουί Τεοντόρ Ζερικό, με το αιμοσταγές «Ήταν ένα μικρό καράβι». Ένα μεσημέρι στον βικτωριανό κήπο της Παλαιών Πατρών Γερμανού. Στο Noell, με δύο λάμδα… Θεσσαλονίκη αφού. Κι ενώ στο Αθηναϊκό Noel, είναι σα να γιορτάζει Χριστούγεννα στην καρδιά της γαλλικής αριστοκρατίας (με μια ζάλη παρακμής στον ορίζοντα), στο Θεσσαλονικιώτικο, το θέμα είναι «βικτωριανό», όπως το υπογραμμίζει και το πορτρέτο του Ερρίκου του 8ου., ναι αυτού που αποκεφάλισε τις δύο από τις έξι γυναίκες του. Στο «Noell», «η εμπειρία μετράει» καταλήγει η Φανή και μετά πιάνουμε τις κουβέντες για έρωτες, γκομενικά, φλερτ κι άλλα τέτοια X files. Με πρωταγωνιστές κάτι τελείως χριστουγεννιάτικους τύπους, σαν την μαμά μου, που πάντα γούσταρε τις περιπλανήσεις μέσα στο Mediterranean Cosmos, ήταν το προσωπικό της Λούνα Παρκ. Όχι για κατανάλωση ντε και καλά, αλλά για την βόλτα, τις βιτρίνες, τις εκδηλώσεις (γαστρονομικές, μουσικές), το μεσημεριάτικο τραπέζι στο Καράμπουρνο που φέρνει φρέσκο ψάρι απ’ την Αλόννησο… Με τελείως δικό του μεσογειακό προφίλ, το Cosmos είναι ένας κόσμος φτιαγμένος στα μέτρα του καθενός, άλλος στην ταβέρνα, άλλος στα μπαρ, άλλος στα σινεμά, άλλος στον παιδότοπο κι άλλος (εγώ) να παρατηρεί τους ανθρώπους, την περπατησιά τους, τα βλέμματα τους, το πώς μπαίνουν σ’ έναν άλλο χρόνο, όταν έρχονται εδώ. Μετράω άπειρα ξενύχτια στα σινεμά του Cosmos, βυθισμένος στις πολυθρόνες, βλέποντας τη μία ταινία μετά την άλλη, χάι σκορ, 5; Αν θυμάμαι σωστά. Καμιά φορά, ναι επιστρέφω εδώ πια, έτσι γιατί το ήθελε η μαμά.

Αlte Fablon

Επιστροφή στο κέντρο της πόλης, οδός Φιλίππου και Alte Fablon, του Απόστολου και της Εύης που διάλεξαν δυο λέξεις εσπεράντο για να βαφτίσουν τον χώρο τους, «υψηλή ιστορία» ή αλλιώς ένας πολυχώρος τέχνης για ανήσυχους τύπους. Δυο καταπράσινες ρετρό πολυθρόνες στο ισόγειο «καφέ» δίνουν το στίγμα. Στο πατάρι και το υπόγειο, παιδιά και ενήλικες, ψυχαγωγούνται μέσα από τα εργαστήρια φωτογραφίας, εικαστικών, θεάτρου… «Πως μπλέκουν λέω οι ιστορίες και των ανθρώπων οι τροχιές…» κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ. Παραδίπλα η Ροτόντα, ένα ιστορικό- κοινωνικό παλίμψηστο. Απέναντι από το μνημείο, κάτι νέο για μας τους χορτοφάγους.«Κωστή, το Dirty Vegan και το Fast n Vegan, είναι τα πρώτα αποκλειστικά χορτοφαγικά Fast food στην Ελλάδα» μου εξηγεί ο σεφ Νίκος Γαϊτάνος. «Στόχος μας; Να δώσουμε στους χορτοφάγους τις γεύσεις που ενδεχομένως λείπουν από τη διατροφή τους, αλλά και να δείξουμε στους κρεατοφάγους πως δεν λείπει τίποτα από την vegan διατροφή, ούτε σε γεύση, ούτε σε θρεπτικά συστατικά». Δηλαδή: Σουβλάκια μανιταριών, club sandwitch με φυτικό τσένταρ και παριζάκι σόγιας, vegan καλαμαράκια από μανιτάρια πλευρώτους με vegan ταραμοσαλάτα σε κυπριακή πίτα, λαχματζούν με κιμά σόγιας και χούμους αρωματισμένο με σουμάκ. Η γλυκιά εκδίκηση των χορτοφάγων ανανεώνει κάπως την πλούσια γαστρονομική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης.

Fast n Vegan

Δίπλα στον Λευκό Πύργο, στην Παύλου Μελά, το «The Saints Stores», είναι ένα σελφ σέρβις εστιατόριο, μ’ έναν άκρως ευρηματικό και νόστιμο χορτοφαγικό μπουφέ. Με ρεπερτόριο εναλλασσόμενο και γεύσεις «πειραγμένες» με τον καλύτερο τρόπο: μουσακάς και παστίτσιο. Ελληνικά και μεσογειακά πιάτα, ασιατικές γεύσεις, ινδικές σπεσιαλιτέ και φυσικά το υπέρτατο φαγητό του δρόμου, γύρος και σουβλάκι, όλα στην vegan εκδοχή τους. «Όλες οι πρώτες ύλες εδώ είναι βιολογικές» υπογραμμίζει ο Νάσος. Ακόμα και τα σκεύη είναι βιοδιασπώμενα. Το ντεκόρ μοιάζει με κατασκήνωση σε κάποιο τροπικό δάσος, εδώ μιλάνε (και νικάνε) η φύση και η φαντασία. Ρωτήστε τον Νάσο για τις προσφορές και τα μελλοντικά του σχέδια.

The Saint Stores

Στην οδό Μητροπόλεως, στάση Αρμενοβίλ. Τα κορίτσια, η Ευγενία και η Έλενα, προτείνουν τις δικές τους αλχημείες πάνω στο παραδοσιακό γλυκό. Για να τις γνωρίσω καλύτερα, ζητάω να μου γράψουν μια μικρή ιστορία η καθεμιά με τίτλο: «Αρμενοβίλ». Τι λες Ευγενία; «Ήταν ο Μιχάλης μου και ήμουν το Ευγενάκι του..! Εκείνος μου έμαθε να χαμογελάω και μου έλεγε πως το χαμόγελο είναι δύναμη… Εκείνος μου έμαθε στα δύσκολα να μην τα παρατάω και να μαθαίνω από τα λάθη μου… ότι η δημιουργία είναι ζωή και βρίσκεται μέσα σε όλα τα πράγματα γύρω μας, ακόμα και στα πιο απλά. Να ακούω μουσική, να κάνω ποδήλατο, να κολυμπάω, να μαστορεύω, να αγαπώ. Με την Έλενα από μικρές ήταν το αγαπημένο μας γλυκό και χαιρόμασταν να το τρώμε παρέα του ενώ εκείνος το απολάμβανε μαζί με τον απογευματινό καφέ του… Το Αρμενοβίλ… το χαβιάρι του γλυκού, μας έλεγε πάντα! Ο παππούς μου». Τώρα η σειρά της Έλενας, που’ χει για μότο το, «κάθε εμπόδιο για καλό». «Από μικρές κάναμε σαν τρελές για να γευτούμε το Αρμενοβίλ. Τα καλοκαίρια στο λύκειο δούλευα παρέα με την Ευγενία στην Χαλκιδική, στο ζαχαροπλαστείο τους. Τι θα θέλατε; Αρμενοβίλ με ζεστή σοκολάτα.

Armenonville

Πέρασαν τα χρόνια από τότε, πάντα ψάχνοντας κάτι δημιουργικό να κάνω. Ράβοντας τσάντες, ταξιδεύοντας στο Λονδίνο να τις πουλήσω, άνοιξα e- shop ενδυμάτων, κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα του 2012 και ξένο συνάμα. Δημιουργικές και οι δύο, είχαμε πάντα στο μυαλό μας να κάνουμε κάτι οι δυο μας. Και ναι, αυτό με ενέπνευσε κατευθείαν και το πίστεψα από την αρχή σαν να ήταν κάτι που ήθελα να ζήσω ξανά “Deja vu”. Αυτό έπαθα».

Κάτι τέτοιο έπαθε και ο Φίλιππος. Γεννήθηκε μέσα στο μπουγατσατζίδικο, στην οδό Παναγίας Φανερωμένης, κοντά στην εκκλησία. Έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του και τους μαστόρους που πέρασαν κατά καιρούς… «και αφού έκανα την νεανική μου επανάσταση κάνοντας αλλά πράγματα, το ανέλαβα το 2002 όταν συνταξιοδοτήθηκε». Πήρε τις συνταγές που έφερε ο παππούς του ο Φίλιππος από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και άρχισε να τις εξελίσσει. «Μέσα από τα τεφτέρια του παππού ανακάλυψα και έφερα ξανά στην παραγωγή την αυθεντική σκέτη μπουγάτσα. Από γραπτές μαρτυρίες γνωρίζω ότι στα βυζαντινά χρόνια αυτό το φύλο μπουγάτσας ήταν το λεγόμενο φαγητό του φτωχού. Το παίρνανε μαζί τους άνθρωποι που δούλευαν ώρες ατέλειωτες, γιατί μπορούσε να διατηρηθεί και να τους κρατήσει χορτάτους. Τις δεκαετίες 1950-1970, ήταν κάτι αντίστοιχο, αφού όσοι δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν μια κανονική μερίδα μπουγάτσα, ζητούσαν και έπαιρναν τα τρίμματα από την βιτρίνα. Τα… καλά χρόνια της Ελλάδας αυτά όλα σταμάτησαν και η σκέτη μπουγάτσα εξαφανίστηκε, μέχρι τώρα που την επαναφέραμε μαζί με τις μνήμες για τους παλαιότερους».  

Ξέφωτο

Σαν παλιό λαϊκό τραγούδι δηλαδή, που όλο επιστρέφει στη γλώσσα μας, ειδικά αν το ζητάει επίμονα η νύχτα στο «Ξέφωτο», εκεί στη Λυκούργου, στα Λαδάδικα. Ο Φώτης, μεγαλωμένος μέσα στο αυθεντικό λαϊκό ρεπερτόριο, ξέρει να φτιάχνει ωραίες ατμόσφαιρες, παλιομοδίτικες και ρετρό αλλά και τόσο σύγχρονες- παλιώνουν ποτέ ο Τσιτσάνης κι ο Χιώτης; Τα ξενύχτια στο «Ξέφωτο» είναι μαγικά κι ονειρεμένα. Είναι σαν να ανοίγεις κουβεντούλες με τον Ζαμπέτα, τον Μάλαμα, τον Λοίζο, τον Κραουνάκη, τον Κουγιουμτζή… Είναι ισχυρό αντίδοτο το τραγούδι.

Copy-Reves

Στο ανήσυχο βιότοπο της Πλατείας Ναυαρίνου, επιστρέφουν τα «Copy- Reves», τα περίφημα ασπρόμαυρα μπλουζάκια, που έγιναν μόδα μέσα στη δεκαετία του 1990. «Τα σχεδίασα όταν δούλευα ακόμα ως γραφίστρια, επηρεασμένη από το λιτό μίνιμαλ ντιζάιν, κάτι καινούργιο τότε» θυμάται η Έλενα Δημητροπούλου. Αργότερα, βρέθηκε να σχεδιάζει αναμνηστικά αντικείμενα για το Μουσείο της Ακρόπολης και για γκαλερί σε όλη την Ελλάδα. Στο μαγαζί της Δημητρίου Γούναρη, πλάι στα ανάκτορα του Γαλέριου, «στην ασυμβίβαστη, προβληματική, τουριστική και καλλιτεχνική πλατεία Ναυαρίνου» μπορείς να βρεις ακόμα, την Ακρόπολη φτιαγμένη από πρες παπιέ καθώς και άλλα διακοσμητικά εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία. Παίζοντας, έρχεται και η φαντασία. Και φουντώνει. Μέσα από το παιχνίδι, τα παιδιά διευρύνουν την αντίληψη τους, μαθαίνουν τον εαυτό τους, το σώμα τους, τον έξω κόσμο, την τέχνη, την κοινωνία, την επιστήμη, τη διαφορετικότητα.

To σχολείο Αλλιώς

Στο «Σχολείο Αλλιώς», στον Άγιο Ιωάννη της Καλαμαριάς, υπάρχει ένα εργαστήρι για ανήσυχους πιτσιρικάδες. «Κέντρο Πολιτισμού θέλω να γίνουμε, αυτό ονειρεύομαι» μου χαμογελάει ο Παναγιώτης και τον πιστεύω γιατί τον ξέρω, από την καλή κι από την ανάποδη, άπειρα χρόνια τώρα. Την ίδια φιλοσοφία έχει και η Παραμυθούπολη, στην Ευκαρπία. Παιδικό βιβλιοπωλείο κι ένας πολυμορφικός χώρος, όπου τα παιδιά, ανιχνεύουν κι ανακαλύπτουν μαγικούς κόσμους μέσα κι έξω από τα βιβλία. Οι δράσεις είναι καθημερινές, τα παιδιά καλοπερνάνε κι ας ξεβολεύονται κάπως οι μεγάλοι. «Όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, δεν μπορώ εύκολα να απαντήσω» υπογραμμίζει η Μαρίνα. «Συνήθως λέω: έχω την Παραμυθούπολη, λες και με ρωτάνε για τα περιουσιακά μου στοιχεία». Κι εμένα καμιά φορά, όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, όλο μπερδεύομαι κι όλο σκέφτομαι τον Μικρό Πρίγκιπα, «δε βλέπουμε καλά, παρά με την καρδιά μας. Το ουσιαστικό είναι αόρατο για τα μάτια».

Γράφει ο Κωστής Ζαφειράκης

*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «Πράξη» (Χειμώνας 2018 – Άνοιξη 2019 )

 

viet69
site
tamil sex