Μηνάς Βιντιάδης: «Η κρίση μας έκανε πιο ανθρώπινους, λιγότερο απαιτητικούς»


Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, μία τυχαία συνάντηση ενός χρηματιστή και ενός αστέγου θα τους οδηγήσει σε ένα σκληρό παιχνίδι αλήθειας και αποκαλύψεων… Κάτω από αυτές τις συνθήκες «μάχης», ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μηνάς Βιντιάδης μας συστήνει τους ήρωες του «Κάτω Παρθενώνα», που επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για δύο παραστάσεις στις 27 και 28 Ιανουαρίου, στο θέατρο Αμαλία. Έχοντας ήδη ξεχωρίσει ως υποψήφιος για το Βραβείο Κάρολος Κουν 2018 με το έργο Tattooland, ο δραστήριος δημιουργός μίλησε στο praximag.gr για την ιδιαίτερη αυτή παράσταση, τη δεκαετία της κρίσης, τη συγγραφή αλλά και για τόπους γεμάτους αναμνήσεις.

Ο «Κάτω Παρθενώνας» είναι ένα έργο στη διάρκεια του οποίου η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αποδομείται μέσα από τις συγκρούσεις των πρωταγωνιστών. Ποια ήταν η αφορμή που σας οδήγησε στη συγγραφή του κειμένου;
Τυπικά, η έμπνευσή μου ήταν, γύρω στο 2011, ένας σαραντάρης που πουλούσε βιβλία και τον έβρισκα πάντα μπροστά μου όταν έκανα διάλειμμα από την εφημερίδα. Με πλησίαζε με θάρρος, μου πρότεινε βιβλία παλιά, αγόραζα κι ύστερα άρχιζε να βρίζει τις τράπεζες, τους πολιτικούς, εμάς τους δημοσιογράφους. Δεν ήταν βρώμικος και κακοντυμένος, δεν ζητιάνευε, βιβλία πουλούσε και παλιά, σπάνια περιοδικά. Ήξερε πολλά για τα παιχνίδια του Χρηματιστηρίου, τα συμφέροντα που παίζονται, έλεγε ονόματα τραπεζών, μου ανέφερε ακόμα και δημοσιεύματα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Μετά από την πέμπτη-έκτη συναλλαγή μας, είπα «αυτός είναι ο ήρωάς μου», ο ένας πόλος της ιστορίας μου. Όταν επινόησα το «αντίπαλο δέος», τον αποτυχημένο χρηματιστή, τότε ενδόμυχα σαν να ανακάλυπτα τους δικούς μου δύο εαυτούς. Ο νέος που ξεκινάει χωρίς όπλα να κατακτήσει τον κόσμο κι όταν νομίζει ότι το πέτυχε, αξία μεγάλη αποκτούν αυτά που έχασε, ό, τι θυσίασε για να πετύχει. Αυτό που επιτυγχάνουμε, είναι τελικά αυτό που θέλαμε ή περάσαμε μια «λεπτή, κόκκινη γραμμή» και πήγαμε σ’ αυτό που «ήθελαν οι άλλοι;»

Πώς θα χαρακτηρίζατε το έργο αυτό; Πρόκειται όντως για μαύρη κωμωδία;
Στο εισαγωγικό σημείωμα της παράστασης έγραψα τότε ότι ναι, μπορεί να μοιάζει με «μαύρη κωμωδία», αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα «λευκό δράμα».

Για ποιο λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο τίτλο;
Μου βγήκε αμέσως. Έστησα ένα χωριό με σπηλιές κάπου στον αρχαιολογικό χώρο του «Φιλοπάππου», οι Καρυάτιδες με συγκινούν πάντα, τα περισσότερα χωριά στην Ελλάδα είναι «Πάνω Καλό Νερό» και «Καλό Νερό», εύκολα το χωριό μου βαφτίστηκε «Κάτω Παρθενώνας». Κι όπως λέει κι ο άστεγος στον χρηματιστή κάποια στιγμή «Άκου φίλε, οι Βυζαντινοί έκαναν τον Παρθενώνα εκκλησία, οι Φράγκοι καθολικό ναό και οι Τούρκοι τζαμί, ε εμείς οι νεοέλληνες ας τον κάνουμε σπίτι για όσους έχουν ανάγκη. Πιο χρήσιμο και πιο φιλικό προς το περιβάλλον είναι…».

Ο «Νεοάστεγος» και ο «Νεόπτωχος» του έργου βρίσκονται αντιμέτωποι σε ένα παιχνίδι αλήθειας. Ποιο είναι εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο που ενώνει δύο τόσο αντιθετικούς ήρωες;
Και οι δυο ήταν κάποτε δυο νέοι άνθρωποι γεμάτοι όνειρα. Ο ένας πήγε ανατολικά, ο άλλος δυτικά, όταν όμως συναντιούνται στο μέσον της… σκηνής, βλέπουμε πόσο μοιάζουν.
Έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία, τι κερδίσαμε και τι χάσαμε από την κρίση; Έχουμε διδαχτεί κάτι ως κοινωνία;
Μάθαμε την πραγματική αξία των απλών πραγμάτων! ‘Ο, τι πριν ήταν «συνθήκες διαβίωσης» – σπίτια, ρούχα, έπιπλα, αυτοκίνητα – έγιναν «ανάγκες επιβίωσης». Ύστερα η κρίση – άσχετα από τον άδικο και βίαιο τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε στην καθημερινότητά μας – μας έκανε πιο ανθρώπινους, λιγότερο απαιτητικούς, κοιτάξαμε πιο κάτω κι όχι πιο πάνω, όπως κάναμε ως τότε. Όπως λέει ο άστεγος στον χρηματιστή κάποια στιγμή «Τώρα δηλαδή, εσύ είσαι ένας νεόπτωχος επιχειρηματίας, διαρκής καταμέτρηση κινητών και ακινήτων, ένας καταναλωτικός ναρκισσισμός. Τζιπ, ρολόγια, κοστούμια, γραβάτες, σπίτια, γκάτζετ, δορυφόροι, τηλεοράσεις, τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ, χιλιάδες τεχνολογικές μαλακίες με εικόνες και ήχους. Εδώ έπρεπε να είναι το ησυχαστήριο σου. Σού λείπει η σιωπή αγόρι μου…».

Περάσατε από τη δημοσιογραφία στη συγγραφή και ειδικότερα στο θεατρικό κείμενο. Υπήρξε κάποια βαθύτερη ανάγκη που σας ώθησε σε αυτή τη μετάβαση;
Όταν γράφεις από παιδί συνηθίζεις ό, τι βλέπεις, ό, τι νιώθεις να το καταγράφεις στο μυαλό ή το χαρτί. Η δημοσιογραφία σε διδάσκει την οικονομία του χρόνου και του χώρου, απαιτεί αλήθεια και στοιχεία, το μυθιστόρημα σου δίνει άπλα και άνεση, κάνεις το αδύνατο δυνατό, το θεατρικό έργο σε κάνει να ζεις πιο δυνατά την πραγματικότητα μέσα από τη φαντασία, να μεταμορφώνεσαι πιο εύκολα. Εφηβεία, ενηλικίωση, ωρίμανση αλλάζουν σειρά για αυτόν που δημιουργεί και μ’ αρέσει πολύ!

Κατάγεστε από την Κάσο, ένα μικρό νησί στην άκρη των Δωδεκανήσων. Επηρεάζουν οι ρίζες σας τη θεματολογία ή τον τρόπο γραφή σας;
Πόσο τυχερός είμαι που έζησα εκεί από τα οκτώ ως τα δεκάξι μου! Που είδα πουλιά να χτίζουν φωλιές, ελιές να καρπίζουν, καράβια να μην έρχονται, γυναίκες να ψέλνουν μοιρολόγια, άντρες να λένε ιστορίες από παράξενες χώρες, μια λύρα να κλαίει, παιδία να παίζουν παράξενα αυτοσχέδια παιχνίδια, απομόνωση και εγκατάλειψη, φόβος και πόνος, αλλά και αγάπη, συντροφικότητα. Έθιμα και μύθοι, θρύλοι και φαντάσματα, όλα αυτά μ’ έκαναν συγγραφέα.

Εργαστήκατε για πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 2015 συνεργαστήκατε με το ΚΘΒΕ για την πρώτη παρουσίαση του «Κάτω Παρθενώνα». Για εσάς τι έχει αλλάξει από τότε στην πόλη;
Όλες οι πόλεις αλλάζουν, αλλά η Θεσσαλονίκη, όσα κτίρια κι αν μεταμορφωθούν, οι άνθρωποι παραμένουν οι πιο… γήινοι. Κάθε φορά που έρχομαι, πέρα από τον Θερμαϊκό που μου θυμίζει τους τόπους που μεγάλωσα – Πορτ Σάιντ, Κάσος – έχω πιο πολλούς φίλους απ’ ότι στην Αθήνα. Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χρόνια που πέρασα στην πόλη, έζησα πολλά, εδώ παρουσίασα για πρώτη φορά το πρώτο μου μυθιστόρημα – «Τι είπα στην Καλούντια» – εδώ ανέβηκε το πρώτο μου θεατρικό κι άλλα πολλά και συγκινητικά. Τι έχει αλλάξει; Ό, τι και στην Αθήνα ή τη Ρόδο ή την Κάσο. Οι άνθρωποι αιφνιδιάστηκαν από την κρίση, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν, πάλεψαν.

Συνέντευξη στη Λία Κατσανά