Τελικά ο λόγος μπορεί να είναι τόσο περιοριστικός όσο η σιωπή; Και η σιωπή μπορεί να είναι το ίδιο εύγλωττη με το λόγο; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα επεξεργάζονται με δεξιοτεχνικό τρόπο οι «Φυλές» της Νίνα Ρέιν, ένα πολυβραβευμένο έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη από τις 20 έως τις 23 Φεβρουαρίου, στο θέατρο Αμαλία. Έχοντας τιμηθεί για τη συμμετοχή του στην παράσταση με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού – all4fun 2019, ο πρωταγωνιστής Μάνος Καρατζογιάννης μιλά στο praximag για τον ιδιαίτερο ρόλο που υποδύεται, τη διαφορετικότητα, την ουσία της επικοινωνίας αλλά και την πορεία του ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής.
Οι «Φυλές» συνιστούν μία παράσταση που, ενώ ανέβηκε πρώτη φορά πέρυσι, ήδη έχει αγαπηθεί από κοινό και κριτικούς. Με ποια στοιχεία του έργου πιστεύετε ότι ταυτίζονται οι θεατές;
Αρχικά, αποτελεί ένα πολύ σπουδαίο και βραβευμένο έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είναι γραμμένο από μία σημαντική μορφή της σύγχρονης βρετανικής δραματουργίας, τη Νίνα Ρέιν, η οποία εκτός από εξαιρετική θεατρική συγγραφέας είναι και σκηνοθέτης. Κεντρικό θέμα του έργου συνιστά η ενσυναίσθηση, κατά πόσο δηλαδή μπαίνουμε ο ένας στον κόπο και στη θέση του άλλου, ακόμα και στις πιο κοντινές μας σχέσεις. Άλλωστε, η ενσυναίσθηση είναι η βασικότερη προϋπόθεση της αγάπης, κι αυτή ακριβώς η φράση είναι το τελευταίο και ουσιαστικότερο μήνυμα του έργου. Έπειτα, το έργο μιλά για την επικοινωνία, και κυρίως για τη μη-λεκτική επικοινωνία, τη μετάδοση δηλαδή σκέψεων, ενέργειας και συναισθημάτων έξω από τα στενά όρια της γλώσσας ή ακόμα και με τη σιωπή. Γενικότερα, η γραφή της Νίνα Ρέιν είναι ιδιαίτερα πολυεπίπεδη, καθώς, εκτός από τα παραπάνω, πραγματεύεται μία πληθώρα σημαντικών ζητημάτων, όπως την ανάγκη του ανήκειν και τη διαφορετικότητα. Επομένως, δεν το θεωρώ τυχαίο ότι οι «Φυλές» έχουν ήδη παρουσιαστεί σε πάνω από εκατό παραστάσεις και οι περισσότεροι από τους κριτικούς θεάτρου έχουν γράψει πολύ θετικά σχόλια.
Στην παράσταση υποδύεστε τον Μπίλι, έναν νεαρό άνδρα που είναι εκ γενετής κωφός αλλά έχει μεγαλώσει σε μία οικογένεια ακουώντων. Πώς καταφέρατε να προσεγγίσετε αυτόν τον ιδιαίτερο ρόλο;
Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, ο Μπίλι επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι και στην οικογένειά του. Εκεί συναντά ξανά τον πατέρα του, ο οποίος ασχολείται με τη λογοτεχνία ως κριτικός, τη μητέρα του που γράφει ημιτελή μυθιστορήματα, την αδερφή του που προσπαθεί να κάνει καριέρα στον χώρο της όπερας, και τον αδερφό του, ο οποίος προσπαθεί ματαίως να ολοκληρώσει το διδακτορικό του επάνω στη γλωσσολογία. Ένας από τους συμβολισμούς του έργου είναι ότι, παρόλο που όλοι ασχολούνται με τη γλώσσα, παρατηρούμε ένα χάσμα επικοινωνίας μεταξύ τους και ειδικά στην επαφή τους με τον Μπίλι. Για να αμβλύνουν τις συνέπειες της ιδιαιτερότητας του γιου τους, οι γονείς του – και ειδικά ο πατέρας – του έχουν απαγορεύσει να μάθει τη νοηματική γλώσσα και τον έχουν μεγαλώσει με τη μέθοδο της χειλεανάγνωσης. Ωστόσο, στην πορεία αναζήτησης της προσωπικής του ταυτότητας, ο Μπίλι γνωρίζει τη Σύλβια, μία κοπέλα που έχει συμβολικά τη μοίρα των γονιών της και σταδιακά κωφαίνεται. Καθώς την ερωτεύεται, του μαθαίνει τη νοηματική γλώσσα και τον μυεί στην κοινότητα των κωφών. Στο δείπνο της γνωριμίας της οικογένειας του Μπίλι με τη Σύλβια, αρχίζει μία σύγκρουση των δύο φυλών, των κωφών και των ακούοντων, και από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα θα τα δείτε επί σκηνής… Για να προσεγγίσω λοιπόν το ρόλο του Μπίλι, έκανα μαθήματα νοηματικής, διάβασα βιβλία όπως το «Βλέποντας φωνές» του Όλιβερ Σακς, είδα ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες όπως «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», διάβασα σχετικά άρθρα, έψαξα στο διαδίκτυο, μίλησα με κωφούς και γενικότερα πραγματοποίησα έρευνα σε ό,τι πεδίο μπορούσα.
Μέσα από την επαφή σας με το κείμενο, άλλαξε καθόλου η εικόνα που είχατε για την κοινότητα των ατόμων με προβλήματα ακοής;
Δεν είχα κάποια παγιωμένη αντίληψη για τα άτομα με προβλήματα ακοής, όπως δεν έχω κάποια παγιωμένη αντίληψη για τους ανθρώπους σε ευρύτερο επίπεδο. Ωστόσο, μελετώντας το έργο, κατάλαβα τις αυξημένες λοιπές αισθήσεις τους, τη διαίσθησή τους και μία ιδιαίτερη ευαισθησία που αναπτύσσουν. Έχουν έναν διαφορετικό, ίσως πιο εσωτερικό τρόπο με τον οποίο ακούνε, ενώ αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους αλλιώς, όχι μέσω της ακοής. Από εκεί και πέρα, ο Μπίλι μου έμαθε να προχωράω με ό,τι έχω κι όχι με ό,τι δεν έχω. Διαθέτει μία περηφάνια και μία προσωπικότητα που με έκανε να σταθώ όχι στο γεγονός ότι δεν ακούει, αλλά αντιθέτως στο γεγονός ότι ακούει περισσότερο και καλύτερα από όλους. Αντίστοιχη ήταν και η περίπτωση του Κρίστοφερ, του ήρωα με σύνδρομο Άσπεργκερ που υποδύθηκα πριν περίπου πέντε χρόνια στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα». Για την κατανόηση του ρόλου, έπρεπε να πραγματοποιήσω μία πολύ μεγάλη έρευνα, όμως αυτό που αντιλήφθηκα ήταν ότι, τελικά, σημασία έχει να μπαίνει κανείς στη θέση του άλλου, να μην έχει παγιωμένες αντιλήψεις ή στερεότυπα, να μη βάζει ταμπέλες, να μελετά και να αφουγκράζεται τις ιδιαιτερότητες αυτών των χαρακτήρων.
Θεωρείτε ότι η έννοια της ετερότητας έχει αρχίσει να αναδεικνύεται μέσα από το θέατρο κι αν ναι με ποιους τρόπους;
Ναι, είναι κάτι που πάντοτε με απασχολούσε προσωπικά και με απασχολεί ακόμα. Μάλιστα, η ετερότητα αποτελεί μία ξεχωριστή ενότητα μελέτης στο δικό μας θέατρο, το θέατρο Σταθμός. Γενικότερα, θεωρώ τη διαφορετικότητα και το σεβασμό σε αυτή ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας. Για να γίνω πιο σαφής, με τη λέξη «διαφορετικότητα» εννοώ την οποιαδήποτε διαφορετικότητα, δηλαδή τον σεβασμό στην προσωπική ιστορία του οποιουδήποτε άλλου. Και αυτός ακριβώς ο σεβασμός συνιστά την προϋπόθεση μίας σύγχρονης και λειτουργικής δημοκρατίας.
Η ενσυναίσθηση και η επικοινωνία αποτελούν δύο από τις κεντρικότερες έννοιες που πραγματεύονται οι «Φυλές». Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα για άμεση επικοινωνία και πληροφόρηση, κατά πόσο πιστεύετε ότι πράγματι ακούμε ή μπαίνουμε στη θέση του άλλου;
Δυστυχώς παρατηρώ ότι δεν ακούμε εύκολα. Ο τρόπος με τον οποίο ακούμε αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα του έργου, αλλά είναι και ένα από τα θέματα της υποκριτικής, της σκηνοθεσίας και της τέχνης του θεάτρου γενικότερα. Το διαπιστώνω συνήθως στις παραστάσεις που σκηνοθετώ, όπου συχνά χρειάζεται να επαναλάβω την οποιαδήποτε οδηγία περισσότερες από μία φορές. Είναι εντυπωσιακό πώς, ενώ δίνεις μία οδηγία και οι υπόλοιποι μπορεί να μη σε ακούνε καν, εσύ νομίζεις ότι όχι μόνο την έχουν καταλάβει, αλλά ότι θα την εκτελέσουν και σωστά. Ευτυχώς στη σκηνή υπάρχει μία σημαντική προϋπόθεση: για να μιλήσεις, πρέπει πρώτα να ακούσεις τα λόγια του άλλου. Συνεπώς, θέλοντας και μη, ακούς. Από την πλευρά τους βέβαια, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι στην ουσία ακούμε μόνο το 8% του λόγου των άλλων ανθρώπων. Όλα τα υπόλοιπα είναι ενέργεια που ανταλλάσσουμε μεταξύ μας.
Ως κοινωνία έχουμε την ανάγκη να χωριζόμαστε σε φυλές;
Βεβαίως υπάρχει αυτή η τάση, από αρχαιοτάτων χρόνων και σε όλη τη νεότερη ιστορία μας μέχρι σήμερα. Υπάρχει μία πόλωση, μία ανάγκη για στρατόπεδα και για δίπολα σε όλα σχεδόν τα ζητήματα, από τα πολύ απλά μέχρι τα πιο σημαντικά. Είναι σαν να μην δίνεται σε κάποιον το δικαίωμα να συμφωνεί με τους μεν σε ορισμένα πράγματα και με τους δε σε άλλα. Θα πρέπει οπωσδήποτε να πάρει μία συγκεκριμένη ιδιότητα, ένα επίθετο στην πλάτη. Θυμάμαι την απάντηση της Μελίνας Μερκούρη στην ερώτηση «τι είναι η Ελλάδα για εσένα;». Είχε δηλώσει ότι «είναι μαγεία και καταστροφή», και νομίζω περιέγραφε την πραγματικότητα με αρκετή ακρίβεια, διότι είμαστε τόσο απόλυτοι που άλλοτε τείνουμε προς τη μαγεία και άλλοτε βαδίζουμε προς την καταστροφή.
Στο παρελθόν, έχετε συνεργαστεί ξανά με τον σκηνοθέτη της παράστασης Τάκη Τζαμαργιά. Ποιες διαφορές βλέπετε ανάμεσα σε προηγούμενες και στην τωρινή σύμπράξή σας;
Νομίζω ότι ο Τάκης έχει λιγότερο άγχος σε σύγκριση με την πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε πριν από περίπου μία δεκαετία. Αντίστοιχα και εγώ, επειδή σκηνοθετώ και ο ίδιος πια, πιστεύω ότι ακούω περισσότερο, έχω μεγαλύτερη υπομονή και καλύτερη κατανόηση. Πάντως, από την πρώτη μέρα της συνεργασίας μας μέχρι και τώρα, υπάρχει σίγουρα από πλευράς μου ο ίδιος θαυμασμός και εκτίμηση προς το πρόσωπό του.
Εκτός από ηθοποιός, είστε και σκηνοθέτης, ενώ ταυτόχρονα έχετε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου Σταθμός. Αυτή η πληθώρα διαφορετικών καθηκόντων έχει επηρεάσει τον τρόπο που προσεγγίζετε την υποκριτική;
Για μένα, θα έπρεπε όλοι οι ηθοποιοί κάποια στιγμή κατά την εκπαίδευσή τους – και το εκπαιδευτικό κομμάτι είναι κάτι που με αφορά πολύ – να σκηνοθετήσουν, να γίνουν παραγωγοί, να αναλάβουν την ευθύνη ενός θεάτρου, να κάνουν ταξιθεσία, να καθαρίσουν τον χώρο, να εργαστούν στο ταμείο και γενικότερα να περάσουν από όλα τα πόστα, όπως γινόταν παλιά στο Θέατρο Τέχνης. Έτσι, τους δίνεται η δυνατότητα να μπουν λίγο στη θέση του άλλου, διότι είναι τέτοια η αγωνία αυτής της δουλειάς που συχνά κυριαρχεί το εγώ μας, και συνεπώς δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το θέατρο είναι αποτέλεσμα συνολικής προσπάθειας. Όλες οι εργασίες είναι εξίσου σημαντικές, από τον ταξιθέτη μέχρι τον πρωταγωνιστή, και όλοι, από όποια πλευρά κι αν βρίσκονται, έχουν τις δικές τους ανησυχίες.
Πώς χαλαρώνετε μετά από μία ημέρα γεμάτη καλλιτεχνικές υποχρεώσεις;
Προτιμώ να χαλαρώνω παρέα με φίλους ή και μέσα στην ίδια την τέχνη. Όπως λέει και ο ποιητής, «ξεκουράζομαι μέσα στη δούλεψή της», δηλαδή μπορεί να διαβάσω ένα βιβλίο, να δω μία ταινία ή ακόμα και να γράψω κάτι διότι μου αρέσει πολύ η διαδικασία της γραφής. Συχνά στον ελεύθερο χρόνο μου διαβάζω και για τις πρόβες, αφού και αυτό πια με τα χρόνια δεν με κουράζει, αλλά αντιθέτως αποτελεί μέρος της ξεκούρασής μου. Επίσης, απολαμβάνω την παρέα των δύο κατοικιδίων μου: εδώ και πολλά χρόνια έχω έναν σκύλο, τον Όσκαρ, ο οποίος γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ και γι’ αυτό τον ονόμασα έτσι, και πριν 3-4 μήνες υιοθέτησα έναν γατούλη που τον βρήκα εγκαταλελειμμένο στα σκουπίδια. Όταν θα πάω σπίτι, ανυπομονώ να τους χαϊδέψω και να παίξω μαζί τους.
Τι ήταν αυτό που συνέβαλε καθοριστικά στην απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
Προέρχομαι από ένα σπίτι όπου οι γονείς μου με πήγαιναν θέατρο, μου έφερναν βιβλία, ακούγαμε πολύ ωραίες μουσικές, και γενικότερα υπήρχε μια παιδεία και μια καλλιέργεια. Έπειτα, κατά βάθος δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να επιθύμησε κάτι άλλο, ενώ, ως παιδί, ίσως η μοναξιά που βίωνα ή η αναζήτηση μίας παραπάνω αποδοχής να με ώθησαν στο να ακολουθήσω την τέχνη της υποκριτικής…
Ποια είναι η παράσταση για την οποία αισθάνεστε περισσότερο υπερήφανος;
Ως ηθοποιός, θα επέλεγα τις δύο συνεργασίες μου με τον Τάκη Τζαμαργιά, δηλαδή τις «Φυλές» και το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», τόσο για τη δυσκολία των δύο ρόλων, όσο και για την επιτυχία που γνώρισαν, αλλά και για το γεγονός ότι ανέβηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ως σκηνοθέτης, θα ξεχώριζα σίγουρα την εργασία μου επάνω στη Λούλα Αναγνωστάκη, τη σπουδαία δραματουργό της Θεσσαλονίκης. Σε αυτήν περιλαμβάνονται τα έργα «Σ’εσάς που μ’ακούτε», «Ο ήχος του όπλου» και «Ο ουρανός κατακόκκινος», αλλά και η δουλειά που κάναμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, η έκθεση που πραγματοποιήσαμε με τη Δήμητρα Κονδυλάκη και τον Γρηγόρη Ιωαννίδη, η συνεργασία μου με το λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, το βιβλίο που κυκλοφόρησα για την ίδια αλλά και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Επιπλέον, ως θεατρικός συγγραφέας, θα διάλεγα τους «Μάρτυρες των Αθηνών, ένα έργο που έγραψα και σκηνοθετώ τώρα και αφορά στην περίοδο της Κατοχής, αλλά και το «Για την Ελένη», το οποίο έπαιζε για τρία χρόνια στην Αθήνα με πρωταγωνίστρια την Μαρία Κίτσου και αφορούσε στη ζωή της αδικοχαμένης Ελένης Παπαδάκη. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν άλλες δύο δουλειές που τις αγαπάω για διαφορετικούς λόγους. Η μία είναι οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» με τον Δημήτρη Λιγνάδη και τη Μάρθα Φριντζήλα που σκηνοθέτησα πέρυσι τη Μεγάλη Εβδομάδα στο Μεσολόγγι, και την ξεχωρίζω διότι κατάγομαι από το Μεσολόγγι και είναι ένα μέρος που αγαπώ πολύ. Το δεύτερο είναι τα μονόπρακτα του Πίντερ που είχα σκηνοθετήσει μαζί με τον δάσκαλό μου Δημήτρη Καταλειφό και την Όλια Λαζαρίδου. Η συγκεκριμένη παράσταση είναι από τις αγαπημένες μου διότι συμμετείχαν δύο κοντινά μου πρόσωπα, η παιδική μου φίλη Λουκία Μιχαλοπούλου και ο κουμπάρος μου Νίκος Πουρσανίδης.
Μετά τις «Φυλές», ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Στην Αθήνα, ήδη ξεκίνησαν να παίζονται οι «Μάρτυρες των Αθηνών» στο Θέατρο Σταθμός. Παράλληλα, έχω αρχίσει να κάνω πρόβες μαζί με τον Περικλή Μουστάκη και τον Μάνο Στεφανάκη για το έργο του Μάρτιν Σέρμαν «Όπως πάει το ποτάμι», το οποίο θα ανέβει για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη αμέσως μετά το Πάσχα.