Η μαγειρική τέχνη και το θέατρο συνυπάρχουν από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.
Όταν ο μάγειρας, η μαγείρισσα ή ο/η σεφ αποφασίζει να αφηγηθεί μια γαστρονομική ιστορία στους πελάτες του εστιατορίου του, να μεταφέρει τις ιδέες τους και τις γνώσεις του μέσα από τις συνταγές του, τότε ένα «σενάριο» γεννιέται. Ένα σενάριο που στόχο έχει να δημιουργήσει συναισθήματα, να αφυπνίσει αισθήσεις, να ζωντανέψει θύμισες παιδικές, κρυμμένες στα βάθη του νου και της καρδιάς, να ανοίξει παράθυρα σε νέες γεύσεις και να χαράξει ίσως μια ανεπανάληπτη εμπειρία αισθήσεων και νοστιμιάς στη γευστική παλέτα.Όπως και στη σύλληψη μιας θεατρικής παράστασης έτσι και στη σύλληψη ενός μενού τα βήματα που ακολουθούνται αν το καλοσκεφτεί κανείς περπατούν σε δρόμους παράλληλους και το ίδιο δημιουργικούς.Μια ιδέα, μια εμπειρία, ένα έργο τέχνης, μια εποχή, μια απογοήτευση, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη σπίθα της γέννησης του μενού και τότε αρχίζει η έρευνα και οι πειραματισμοί για την τέλεια απόδοση των γεύσεων του σεναριογράφου και σκηνοθέτη, δηλαδή του γαστρονόμου. Επιλέγει προσεκτικά και μεθοδικά τις καλύτερες πρώτες ύλες, τους «πρωταγωνιστές» της παράστασής του και συνθέτει μαζί με τα κρυστάλλινα ποτήρια, τα όμορφα πιάτα, τα λινά τραπεζομάντηλα, τη μουσική και το φως στη σάλα, την παράστασή του, αυτήν που ονειρεύτηκε από την πρώτη στιγμή της έμπνευσής του. Πολύτιμοι βοηθοί του σε αυτήν την διαδρομή, οι βοηθοί / φροντιστές/ σερβιτόροι μέσα και έξω από την κουζίνα του, τα «παρασκήνια και τη σκηνή». Με το τέλος της τελευταίας «πρόβας» – δοκιμής, όλα είναι έτοιμα και τότε έρχεται η στιγμή για την μεγάλη πρώτη αυλαία. Με προσμονή και λαχτάρα θα περιμένει να δει τις αντιδράσεις των «θεατών» του, θα ακούσει με προσοχή τα σχόλια τους, θα παρατηρήσει τα πρόσωπα τους για να καταλάβει αν κατάφερε τελικά να εισχωρήσει στον μυσταγωγικό χώρο του δικού τους γευστικού σύμπαντος.
Οι δυο κόσμοι του θεάτρου και της γαστρονομίας συναντώνται εδώ και αιώνες όχι μόνο πριν και μετά αλλά και πάνω στη σκηνή. Στην αρχαία κωμωδία το τρώγειν και πίνειν επί σκηνής προκαλούσε το γέλιο μέχρι δακρύων στους θεατές. Όχι μόνον η «παρασκευή» του φαγητού αλλά και η «πόση» του οίνου ήταν εργαλεία στην τεχνική φαρέτρα των ηθοποιών προκειμένου να αναπαραστήσουν κωμικοτραγικές σκηνές, πράγμα που δεν συνέβαινε βέβαια με τις τραγωδίες, πέρα από ορισμένες, όπως για παράδειγμα στα έργα του Ευριπίδη και συγκεκριμένα στην «Ηλέκτρα», όπου σερβίρεται τυρί και κρασί στον Ορέστη. Στο Ρωμαϊκό θέατρο και ειδικότερα στην κωμωδία «οι μάγειροι» εμφανίζονταν συχνά πυκνά στις θεατρικές παραστάσεις αλλά ποτέ δεν μαγείρευαν επί σκηνής. Στις τραγωδίες δε η γαστρονομία παίρνει συμβολικές θέσεις πλάι στα πάθη της εξουσίας, του έρωτα και της εκδίκησης. Σε μια από τις πιο σκοτεινές τραγωδίες που γράφτηκαν ποτέ, στον «Θυέστη» του Σενέκα, ο Θυέστης βράζει τα παιδιά του Ατρέα και αυτός τα τρώει χωρίς να το γνωρίζει, η σκηνή αυτή δεν παίχτηκε ποτέ επί σκηνής.
Οι ήρωες τους Σαίξπηρ συμμετέχουν συχνά κατά την διάρκεια της παράστασης σε δείπνα, κάνουν πως τρώνε και πίνουν αλλά οι σκηνές αυτές δεν κρατούν πολύ καθώς το να μασουλάει κανείς αρκετή ώρα ένα κότσι ή να φτύνει τα κουκούτσια από τα σταφύλια ή να ρεύεται μετά από υπερβολική οινοποσία μόνο δραματικό δεν είναι και σίγουρα δεν έχει να προσδώσει καμία αίγλη και κύρος στους χαρακτήρες του μεγάλου ποιητή και συγγραφέα.Κάνοντας λόγο για την οινοποσία σε θεατρική παράσταση που ανέβηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα το σενάριο έλεγε πως οι ηθοποιοί έπρεπε να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες παντς, έτσι λίγο πριν ξεκινήσει η τρίτη πράξη οι ηθοποιοί είχαν μεθύσει τόσο πολύ που οι θεατές αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και η παράσταση να λήγει άδοξα για όλους.Στη Γαλλία του κλασσικού θεάτρου και στα έργα του Μολιέρου συναντάμε συχνά αναφορές στη γαστρονομία, όπως στον «Φιλάργυρο» και την τραγική σχέση του Αρπαγκόν με τη διατροφή του λόγω της τσιγκουνιάς του.Ενδιαφέρον έχει και η σχέση του κοινού μιας θεατρικής παράστασης ή ενός κονσέρτου με τη ρίψη λαχανικών και άλλων εδεσμάτων. Για παράδειγμα όταν πρωτοεμφανίζεται το καλλιτεχνικό κίνημα των σουρεαλιστών και ντανταϊστών και συγκεκριμένα στο Φεστιβάλ Νταντά στο Παρίσι το 1920, οι παριζιάνοι εξοργισμένοι από το θέαμα που τους προσφέρεται αρχίζουν να πετούν μπριζόλες και λαχανικά. Στο κονσέρτο “Vaseline Symphony” του επίσης ντανταϊστή Τριστάν Τζαρά όπου 20 άνθρωποι επί σκηνής φώναζαν «κρι» και «κρα», δέχτηκε τόνους αυγών και ντομάτας από τους θεατές.Στο κοντινό 2002 ο Φίλιπ Γκλας αναφέρει σε συνέντευξή του πως στη διάρκεια μιας συναυλίας του (Dance) τη δεκαετία του 80 δέχτηκε ουκ ολίγες ντομάτες από έναν θεατή. Σήμερα αυγά και ντομάτες συνηθίζεται να εκτοξεύονται κυρίως σε πολιτικούς ηγέτες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.Η σχέση της γαστρονομίας και του θεάτρου στις μέρες μας συνεχίζει με την ίδια δυναμική να αποτελεί σημείο ανταλλαγής ιδεών, δημιουργίας και έκφρασης σε έναν κόσμο που η διατροφή και η γεωπολιτική της σημασία επηρεάζει όσο ποτέ την καθημερινότητα και το αύριο του ανθρώπου.
ΓΡΑΦΕΙ: Σμαράγδα Μακρή
Culinary Expert, εργαστήρι μαγειρικής, γαστρονομικοί περίπατοι
Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ- ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2024)