«Σακίν» χρειαζόμαστε «βοκαβολάριο» ανά χείρας για να «ακροτζερίσουμε» «εζαταμέντε» το «ζακόνι»;
(Μήπως χρειαζόμαστε λεξικό ανά χείρας για να εννοήσουμε με ακρίβεια το ιδίωμα;)
Μπορεί το γλωσσικό χάος να καταδείξει την εθνική μας ασυνεννοησία;
Το κορυφαίο θεατρικό έργο του Δημητρίου Κ. Βυζαντίου, «Βαβυλωνία», η πρώτη νέα παραγωγή της χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου έρχεται στη Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός), σε δραματουργική επεξεργασία- σκηνοθεσία Τάκη Χρυσικάκου. Πρεμιέρα: Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020, στις 21.00.
Σε μια Ελλάδα ανομοιογένειας που πασχίζει να αναστηθεί σε κράτος, κουβαλώντας κατάλοιπα του οθωμανικού ζυγού, αρχαιοελληνικές περγαμηνές, ιταλικές επιδράσεις αλλά και τις ιδιαίτερες κουλτούρες που ανέπτυξε ο κόσμος της σε απομονωμένες περιοχές, όπου η αμάθεια, η γραφειοκρατία της διοίκησης, ο λογιοτατισμός και η έλλειψη συνοχής την ταλανίζουν, οι Έλληνες θα βρουν μετά από ανατροπές και παρεξηγήσεις που το «γλωσσικό ζήτημα» δημιουργεί, τον δρόμο της Εθνικής Ταυτότητας.”
Θα το επωμιστούν επί σκηνής υπό το άγρυπνο βλέμμα του Αστυνόμου Κοσμά Ζαχάρωφ, ως Ανατολίτης ο Τάκης Χρυσικάκος, ως Χιώτης ο Ηλίας Μπερμπέρης, Αρβανίτης ο Αλέξανδρος Μούκανος, Κρητικός ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας και ως Κύπριος ο Βασίλης Παπαδόπουλος.
Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου που έγραψε ο Δημήτριος Κ. Βυζάντιος επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης, Τάκης Χρυσικάκος, ο οποίος βασίστηκε πάνω στις δύο εκδοχές του έργου (1836 και 1840) με στόχο να δημιουργήσει το υλικό εκείνο που θα αναδείξει την ιδιαίτερη σκηνοθετική του ματιά.
Η Παράσταση
Στη λοκάντα ενός Χιώτη, στο Ναύπλιο το 1827, ένας Αρβανίτης τραυματίζει έναν Κρητικό και εξαφανίζεται. Το περιστατικό συμβαίνει μετά την επιτυχημένη έκβαση της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, την ώρα που Έλληνες από διαφορετικά μέρη, έχουν συγκεντρωθεί στο ξενοδοχείο και γιορτάζουν τη νίκη. Ένας αστυνόμος προσπαθεί να διαλευκάνει την υπόθεση αλλά οι παράξενες ντοπιολαλιές θολώνουν τα γεγονότα με αποτέλεσμα οι ανακρίσεις να οδηγηθούν σε φιάσκο.
Ο Δημήτριος Κ. Βυζάντιος έγραψε τη Βαβυλωνία το 1836. Με φόντο το επίκαιρο για την εποχή του γλωσσικό ζήτημα, δημιούργησε ένα έργο που έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα των τοπικών διαλέκτων και την έλλειψη μιας ενιαίας μορφής προφορικού λόγου. Ο συγγραφέας θέλησε «τὴν λυπηρὰν αὐτὴν κατάστασιν» να τη μετατρέψει σε κωμωδία με στόχο να παροτρύνει το κοινό στη διάδοση της παιδείας και να αναδείξει την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ενιαίας νεοελληνικής γλώσσας. Οι λεκτικές παρεξηγήσεις που οδηγούν σε διαπληκτισμούς αποτελούν ένα βασικό στοιχείο της λαϊκής κωμωδίας· στη Βαβυλωνία αναδεικνύονται σε κομβικό άξονα του κειμένου.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η ενασχόληση στο θέατρο είναι ένα ταξίδι. Όσο πιο πολλά και διαφορετικά –ως προς την αισθητική και το περιεχόμενο– είδη θεάτρου γνωρίζεις και υπηρετείς, τόσο μεγαλύτερο, ουσιαστικότερο και πρωτόγνωρο είναι το ταξίδι.Υπηρετώ το θέατρο με επιτυχίες, αποτυχίες και λάθη, μαθαίνω από τον πλούτο των κειμένων και προσπαθώ μέσα από αυτά να γίνομαι καλύτερος, ώστε και το κοινό που παρακολουθεί τις παραστάσεις μου να κερδίσει κάτι, να είναι χρήσιμες με δύο λόγια. Τα τελευταία χρόνια έχω πάρει ένα δύσκολο και γοητευτικό μονοπάτι της λογοτεχνίας: τη θεατροποιημένη αφήγηση σπουδαίων συγγραφέων όπως: Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ελευθερίου, Καζαντζάκη, Χαριτόπουλο. Ένα θέατρο που το επίκεντρό του είναι ο λόγος. Η Βαβυλωνία θέτει ακριβώς το γλωσσικό ζήτημα. Ο συγγραφέας προτείνει στο καινούργιο έθνος μετά την απελευθέρωση να ομιλεί μια διάλεκτο-γλώσσα. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος λέει για τη Βαβυλωνία ότι «είναι για το θέατρο ό,τι τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη για την πεζογραφία μας». Πρόκειται για ένα να γνήσιο λαϊκό έργο που, όσο περνάει ο χρόνος, όχι μόνο δεν παλιώνει αλλά φαντάζει νέο και σύγχρονο. Καταπιάστηκα για πρώτη φορά με τη Βαβυλωνία το 1990 μαζί με τον φίλο μου –και συν-σκηνοθέτη της παράστασης– Σταύρο Αβδούλο, στον οποίο οφείλω πολλά. Έκτοτε, δούλεψα και σχεδίασα το έργο αρκετές φορές, γιατί ανήκω στη σχολή που η σκηνοθεσία αρχίζει πρώτα από το κείμενο, διαμορφώνεις το κείμενο σε σχέση με την παράσταση που θέλεις να κάνεις, χωρίς να αλλοιώνεις τον συγγραφέα, και μετά ζωντανεύεις επί σκηνής αυτό που σχεδίασες στο κείμενο. Η παράσταση υφολογικά ανήκει στον λαϊκό εξπρεσιονισμό, αυτόν που μας δίδαξαν οι δάσκαλοί μας και που η πλούσια παράδοση του τόπου μας εκφράζει σε όλες τις μορφές τέχνης. Είναι ένα «λαϊκό πανηγύρι» – τονίζω το «λαϊκό» γιατί, στις μέρες μας τις σακάτικες, το λαϊκό θέαμα είναι ταυτισμένο με το φτηνό, το χυδαίο, το ευτελές. Φιλοδοξία μου είναι να παρακολουθήσουν την παράσταση με την ίδια ευχαρίστηση και χαρά ένα παιδί κι ένας διανοούμενος.
Αφιερώνω την παράσταση στη μνήμη του Δημήτρη Λάγιου που έγραψε την εμπνευσμένη μουσική το 1990, την οποία χρησιμοποιούμε.
Ευχαριστώ από καρδιάς το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κι όλους τους συνεργάτες σ’ αυτό το ωραίο ταξίδι και εύχομαι η ψυχαγωγία που προσφέρουμε να είναι χρήσιμη.