Η πρώτη μου ανάμνηση από διακοπές σε κάμπινγκ με βρίσκει πιτσιρίκα να κάνω τον γύρο της Κρήτης με τους γονείς και τον αδελφό μου και άλλες δυο οικογένειες φίλων. Δεκαετία του ‘80, η σκηνή μας ήταν μια ογκώδης μεταλλική κατασκευή, η δε συναρμολόγησή της, πρόκληση για γερούς λύτες. Είχαμε στρώματα, ψυγειάκια, γκαζάκια, σετ τραπεζοκαθίσματα, κάθε πρωί πίναμε γάλα άσπρο ανακατεμένο με σοκολατούχο σε πλαστικά ποτήρια και τρώγαμε τυρόπιτα από τον φούρνο. Μια νύχτα στην Ιεράπετρα, ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που μας πήρε και μας σήκωσε, στην κυριολεξία… Όλο το βράδυ πάλευε ο μπαμπάς μου να κρατήσει τη σκηνή σώα… Ξημερωθήκαμε στο αυτοκίνητο κι ούτε που θυμάμαι τι είχε απογίνει η σκηνή.
Πολλά χρόνια μετά, κι ενώ οι σκηνές τύπου ιγκλού είχαν πια κάνει την “επανάσταση” στην κατασκηνωτική κοινότητα, στο River Party του Νεστορίου Καστοριάς, Αύγουστο μήνα, άρχισε βροχή ανελέητη μες στη νύχτα και η σκηνή μας πλημμύρισε… Τη βγάλαμε με τις φίλες μου σε ψάθινες καρέκλες στον χώρο του εστιατορίου μέχρι το πρωί. Βολικό δεν το λες, αλλά δεν μας πήρε κι από κάτω. Ξορκίσαμε τη νύστα με ιστορίες και χορατά, πες πες, πέρασε η νύχτα.
Στο φοιτητικό κάμπινγκ στο Ποσείδι, το νερό ήταν πάντα κρύο, αλλά το αίμα μας έβραζε. Κάναμε παρέες, φλερτάραμε, μεθούσαμε, χορεύαμε. Ένα βράδυ παραπατώντας στα σκοτεινά στο δρόμο για τη σκηνή μου, σκόνταψα σε έναν πάσαλο κι σχεδόν προσγειώθηκα στο πόδι κάποιου που κοιμόταν σε μια παραδίπλα σκηνή. Ευτυχώς ήταν μάλλον το ίδιο μεθυσμένος με μένα, και δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχισε τον μακάριο ύπνο του.
Στο κάμπινγκ στο Κουφονήσι βίωνες το πιο ανοργάνωτο οργανωμένο κάμπινγκ όλων των εποχών. Δεν είχε σκιές, δεν είχε αρκετές τουαλέτες, στο σούπερ μάρκετ δεν έβρισκες ούτε τα βασικά. Στο καφέ-εστιατόριο έπινα τον φραπέ μου “μέτριο με γάλα” και χάζευα τη θάλασσα για ώρες.
Ένα βράδυ στην Πάρο, περιμένοντας να πάρουμε το πλοίο για την Αντίπαρο το άλλο πρωί, διανυκτερεύσαμε σε έτοιμη σκηνή, στημένη σε ένα οργανωμένο-ο Θεός να το κάνει- κάμπινγκ μέσα σε έναν ελαιώνα. Κι όμως, κοιμήθηκα σαν πουλάκι μετά από ένα κουραστικό ταξίδι και ξύπνησα γλυκά με το τιτίβισμα των πουλιών.
Στη Σαντορίνη βιώσαμε την πιο κλασάτη κατασκηνωτική εμπειρία. Η αναλογία επισκεπτών – υποδομών ήταν τόσο ιδανική, που μοιάζαμε να χρησιμοποιούμε μια ολόκληρη πτέρυγα με τουαλέτες και ντους μόνοι μας. Είχε και πισίνα, και πλακόστρωτα δρομάκια, και μπουκαμβίλιες και ασβεστωμένους άσπρους τοίχους, και όλα τα καλά.
Στη Σέριφο φτάσαμε αργά το βράδυ, καταμεσής του Αυγούστου και το κάμπινγκ ήταν φίσκα. Κατασκηνώσαμε κακήν κακώς στο πρώτο διαθέσιμο τετραγωνικό μέτρο που βρήκαμε. Το πρωί ξυπνήσαμε αγανακτισμένοι από τη φασαρία του παρακείμενου καφεστιατορίου. Λίγες ώρες μετά αποζημιωθήκαμε με την καλύτερη θέση που πετύχαμε ποτέ σε διακοπές. Πρώτη στη θάλασσα η θερινή μας φορητή κατοικία. Και τι θάλασσα. Βουτιά και συχώριο.
Στην Αιγιάλη της Αμοργού το κάμπινγκ ήταν θορυβώδες, πολύχρωμο και φωνακλάδικο, must αν ήσουν στα είκοσι και ήθελες να αναμειχτείς με κόσμο, να κάνεις νέους φίλους, να διασκεδάσεις.
Με το που απομακρυνόσουν από εκεί, η Αμοργός γινόταν ένα άλλο, απόκοσμα ήσυχο νησί.
Στα κάμπινγκ της Χαλκιδικής τα έζησα όλα. Ξενύχτια από επιλογή δική μου, ξενύχτια από επιλογή του γείτονα. Έβγαινα για καφέ στην πόλη και το βράδυ με έβρισκε στη Σιθωνία. Αυθόρμητα καλέσματα σε παρέες φίλων, όπου χίλιοι καλοί χωράνε. Ξενυχτισμένες τεκίλες και αγουροξυπνημένοι καφέδες.
Στη Φακίστρα του Πηλίου πήγαμε ένα βράδυ να κάνουμε ελεύθερο κάμπινγκ να ηρεμήσουμε και όλη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι από την παρέα των φοιτητών που τραγουδούσαν με ξεκούρδιστες κιθάρες και παράφωνες νότες λίγο πιο δίπλα. Το πρωί ξύπνησα με πονοκέφαλο. Μια βουτιά μετά, ήμουν άλλος άνθρωπος.
Για να μην στα πολυλογώ -αν δεν το έχω κάνει ήδη, δεν υπάρχει ιστορία κάμπινγκ που να μην περιλαμβάνει στην αφήγησή της μια περιπέτεια, μια κακοτυχία, μια κάποια ταλαιπωρία. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο, είναι ψεύτης. Κάποιος θα σου την κάνει την στραβή: θες ο καιρός, θες ο φωνακλάς γείτονας, θες οι τουαλέτες, θες μια “τρύπα” στη λίστα με τον εξοπλισμό σου, όσο καλά κι αν οργανωθείς.
Με αυτά και με εκείνα, κάποια στιγμή σταμάτησα να κάνω κάμπινγκ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή στη λίστα με τους προορισμούς μπήκαν νησιά που δεν διέθεταν οργανωμένους χώρους κατασκήνωσης και αισθανόμουν πια πολύ μεγάλη για την περιπέτεια του ελεύθερου. Ίσως γιατί περνώντας τα χρόνια, πέρασε λίγο κι εκείνη η γλυκιά έξαψη της νιότης, που κάνει κάθε πρόκληση να φαντάζει συναρπαστική. Ίσως γιατί απλώθηκαν οι απαιτήσεις, συρρικνώθηκε ο χρόνος των διακοπών, δεν έβγαιναν οι μέρες, “αφού είναι λίγες ας είναι καλές, αρκετά τη βγάλαμε με κρύο νερό και κοινόχρηστες τουαλέτες”.
Από τότε πέρασαν άλλα τόσα καλοκαίρια. Έμεινα σε δωμάτια, σε ξενοδοχεία, σε bungalows, σε καλοκαιρινά resorts. Κι όμως, αν με ρωτήσεις σήμερα, θα σου πω με βεβαιότητα πως αν δεν έχεις κάνει κάμπινγκ δεν ξέρεις τι σημαίνει καλοκαίρι στα αλήθεια. Αν δεν έχεις αποκοιμηθεί βλέποντας τα αστέρια από την οροφή της σκηνής. Αν δεν έχεις νανουριστεί από τα τζιτζίκια και τα κύματα σε απόσταση αναπνοής από το αυτί σου. Αν δεν έχεις νιώσει ένα πρωί το χάδι της κρυστάλλινης θάλασσας και του ζεστού ήλιου πριν καλά-καλά ανοίξεις τα μάτια. Αν δεν έχεις αισθανθεί ποτέ τη λυτρωτική επίδραση της ουσιαστικής επαφής με τη φύση, τη μαγεία της επιστροφής στις ρίζες.
Άπαξ και τη ζήσεις μια φορά, η εμπειρία του κάμπινγκ είναι τόσο επίμονη, καταλυτική και απόλυτη στον τρόπο που φωλιάζει στην ύπαρξή σου, όσο και οι κόκκοι της άμμου. Όσο και να προσπαθείς να τη διώξεις, εκείνη όλο βρίσκει τρόπους να τρυπώνει στις πιο κρυφές πτυχές, στα σεντόνια σου και στα όνειρά σου.
Φέτος το καλοκαίρι, θέλω να ξανακάνω κάμπινγκ. Αυτό θέλω.
Γράφει η Μαρία Παντελίδου