Κάποιες μιλιές δεν χορταίνεις να τις γεύεσαι.
Κάποιες μιλιές είναι πιο ζουμερές από άλλες. Είναι νόστιμες και λιμπιστικές, άλλοτε τραγανές σαν φρέσκος καρπός κι άλλοτε μεστές, σαν μελωμένα φρούτα. Δεν στεγνώνουν ποτέ από λέξεις κι έμπνευση. Κάποιες μιλιές δεν τις χορταίνεις. Σε βάζουν σε πειρασμό να θες να συνομιλήσεις μαζί τους. Κι όσο μιλάς, τόσο σου ανοίγουν την όρεξη. Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου “Δεν είναι το μήλο, είναι η μιλιά” είχα την τύχη να συνομιλήσω με τον άνθρωπο πίσω από τις λέξεις του. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και -το ομολογώ, το παραέκανα με τις ερωτήσεις. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τσιγκουνεύτηκε τις απαντήσεις. Κι έτσι προέκυψε η συνέντευξη που ακολουθεί, χορταστική όσο δεν πάει, ιδανική πρόγευση για τις 44 ιστορίες του βιβλίου.
Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο. Μυλόπουλος είναι αυτός! Και η μιλιά του βρίσκει πάντα τρόπο να μιλάει στην καρδιά μας με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο.
Πότε κατάλαβες ότι το ’χεις με τη συγγραφή; Κρατάει χρόνια αυτή η σχέση;
Η σχέση μου με το γράψιμο κρατάει από μικρή ηλικία. Εκεί, γύρω στα επτά-οχτώ, όπου άρχισα να γράφω και να σχεδιάζω τις πρώτες μου ιστορίες με σκοπό να τις εκδώσω στην δική μου παιδική εφημερίδα. Συνέχισε με πολύ γράψιμο στα θρανία και στα τετράδια, αλλά και αρκετά SMS και emails στη συνέχεια! Η αλήθεια είναι πως έγραφα πολλές φορές για πλάκα διάφορα πράγματα που μου κατέβαιναν στο κεφάλι και εξελίσσονταν σε μικρές ιστορίες με μεγάλη καρδιά! Όταν στα σπουδαστικά μου χρόνια έγραφα τις εργασίες άλλων φοιτητών έναντι αμοιβής κατάλαβα πως κάτι σοβαρότερο μπορεί να παίξει με αυτό το ταλεντάκι που είχα και έτσι άρχισα να ασχολούμαι πιο επαγγελματικά με το γράψιμο και τις εφαρμογές του σε αρκετές χρήσεις της σύγχρονης δημιουργικής βιομηχανίας και ψηφιακής οικονομίας, κρατώντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποια μέρα να καταφέρω να δω το δικό μου βιβλίο να κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και αλλού.
Δεν είναι το μήλο, είναι η μιλιά. Τίτλος δημιουργικός και σίγουρα παιχνιδιάρικος. Μίλα μας λίγο για αυτόν και πώς συνδέεται με το περιεχόμενο του βιβλίου;
Είναι μια ερώτηση «στανταράκι» που μου κάνουν, οπότε έχω «ευκολάκι» την απάντηση. Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση που έγραψα σε μια ιστορία, περιγράφοντας μια προφανή εικόνα με μεταφορική σημασία. Η φράση αυτή ήταν για μένα τόσο δυνατή που ανακάλυψα πως ήθελα να τη χρησιμοποιήσω και να την εντοπίσω και σε άλλες δύο ιστορίες μέσα στο βιβλίο. Σκέφτηκα επίσης και τον νεολογισμό που μπορεί να φέρει και με το επίθετο μου σε διαφορετικές εκφάνσεις και κάπου εκεί τέθηκε πολύ σοβαρά η υποψηφιότητα για να μην έχει άξιο «ανταγωνιστή» όσον αφορά την… μαρκίζα του βιβλίου. Να αναφέρω επίσης ότι το σπουδαίο για μένα είναι αυτό που γράφω και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου· ότι δηλαδή εκείνο που ακούμε και αντιλαμβανόμαστε δεν είναι απαραίτητα το προφανές. Εκείνο που ήθελα να γράψω και να καλλιεργήσω, είναι η επιθυμία που θα έχουν οι αναγνώστες να διαβάσουν και να ταυτιστούν μαζί με το βιβλίο, προσφέροντας τους συντροφιά, παρέα και ανακούφιση μέσα από τις γραμμές των σαράντα τεσσάρων διηγημάτων. Γεγονός στο οποίο πίστεψαν και επένδυσαν οι εκδόσεις IANOS.Όπως το παράπονο του θεατρικού μονολόγου από την ιστορία μιας πουτάνας, καθώς ξημέρωνε Κυριακή και το τελευταίο αντίο στο Μουλέν Ρουζ είχε μια αξημέρωτη ματιά στο φλυτζάνι του ελληνικού καφέ. Τι να πρωτοπεί και η ελκυστική Μύριαμ που προσπαθεί να κυνηγήσει το προσφυγικό της όνειρο, αλλά η απελπισία της μισοφαγωμένης σπανακόπιτας στάθηκε εμπόδιο για την ίδια. Μια καρέ στροφή στην ξύλινη νησιώτικη μισογδαρμένη γωνία, δίχως νόημα κανένα, προετοίμαζε με μπάσα εξάτμιση την κόκκινη ινσταγκραμική πασαρέλα του ανεπρόκοπου εραστή ανάμεσα σε διάφορες παρεμβολές της στιγμής. Όχι άλλο καμουφλάζ, σας παρακαλώ. Δίχως τα αρωματισμένα ρούχα του σεφ που ποτίστηκαν αργότερα με ενοχές, μέσα σε ένα κουτί με σοκολατάκια Βρυξελλών πριν τη ρεβάνς του πιο εργένικου σπαγγέτι πέστο με πεντάστερη γοητεία. Η φτηνή χωριατοπούλα φόρεσε κατά λάθος τις μεταχειρισμένες γόβες μιας πρωτευουσιάνας. Η φιλική συμβουλή της γιαγιάς. Η βουβή φλυαρία για το Αλτσχάιμερ. Ο νουάρ διάλογος στο messenger από το χωρισμένο ζευγαράκι, ακολουθώντας το νέο επικό τραγούδι του Moby. Μπίρες στον Θερμαϊκό. Κουλούρια Θεσσαλονίκης στην Αθήνα. Νέα Υόρκη – Σίνδος, μια φρικιαστική αναμετάδοση από τους δίδυμους πύργους. Ο τζαναμπέτης μπαμπάς. Τα άτακτα μακαρόν. Πάσχα με την απέναντι. Ένα καλοκαίρι που άλλαξε τα πάντα. Ζωή σε αναμονή. Η όαση της Ολλανδίας. Μια τελευταία ευκαιρία ακόμα. Τι γίνεται σε μια φλαμίνγκο βραδιά; Δέκα λεπτά ακόμα στο Ναύπλιο πριν τον χαρτοφύλακα του Δημήτρη. Ένας μεροκαματιάρης που έχασε τη δουλειά του περιμένοντας την κόρη του από το εξωτερικό. Κι άλλα πολλά. Το ημερολόγιο μιας influencer αποφεύγει με κυνικό ρεαλισμό την ωμότητα του χρόνου προβάλλοντας σούσι σουβλάκι concept. Τα γιατί του μικρού Στεφανάκου είναι ασταμάτητα χτυπήματα κάτω από τη μέση με την ιστορία της καρέκλας να έχει ακούσει πολλά στη κοιλάδα των αισθήσεων. Τελικά τι λες εσύ; Συνδέεται καθόλου ο τίτλος ή τζάμπα χαίρομαι;
Ένα βιβλίο που κυκλοφορεί, σχεδόν ταυτόχρονα με τη δική μας απαγόρευση κυκλοφορίας. Το λες και ενδιαφέρουσα συγκυρία, δεδομένου ότι ο εγκλεισμός σαν συνθήκη μάλλον ευνοεί το διάβασμα, τι λες;
Είναι κάτι σαν όλες τις απαγορεύσεις. Και δη τις ποτοαπαγορεύσεις. Όσο πιο πολύ σου απαγορεύουν κάτι, τόσο περισσότερο θέλεις να το αποκτήσεις! Συμφωνώ πάντως με τη διατύπωση σου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε ακριβώς δέκα ημέρες πριν από το γενικό lockdown και το κλείσιμο των εμπορικών καταστημάτων. Χάρηκα πολύ την αίσθηση του να μπορώ να δω live το δημιούργημά μου στα βιβλιοπωλεία για λίγες ημέρες. Όμως η αποδοχή που είχε το βιβλίο από τις πρώτες κιόλας ώρες της κυκλοφορίας του σε πανελλήνιο επίπεδο ήταν μεγάλη και αυτό με κάνει να αισθάνομαι εξαιρετικά. Τα μηνύματα που δέχομαι είναι ενδιαφέροντα και ποικίλουν οι αντιδράσεις· με τον κόσμο να έχει διαφορετικές ερμηνείες για τις αγαπημένες ιστορίες που ταυτίζεται και βρίσκει τη δική του μιλιά μέσα από αυτές. Η καραντίνα σε άλλους βοηθάει πιο πολύ να εκφραστούν δημιουργικά, σε άλλους πάλι όχι. Είναι μια πρωτόγνωρη και δύσκολη συνθήκη που δοκιμαζόμαστε όλοι σε όλα τα επίπεδα. Το διάβασμα είναι μια μοναχική υπόθεση, όπως και το γράψιμο. Δεν παύει όμως να δημιουργεί ώριμες συνθήκες «αποκόλλησης» από αυτό το οποίο ζούμε και θέλουμε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Χαίρομαι έστω και στο ελάχιστο που μπόρεσα να προσφέρω λίγη απομόνωση μέσω ηλεκτρονικών αγορών -από το απίστευτο σενάριο επιστημονικής φαντασίας που τελικά δεν είναι- με τις ιστορίες μου, στους φίλους και γνωστούς που επιλέξανε να διαβάσουν το βιβλίο μου και να περάσουν κάποιες ώρες ή μέρες μαζί του. Η επικοινωνία τους μαζί μου είναι συχνή και τολμώ να πω ότι έχει στηθεί ένα ωραίο #MyloBook feeling και τους ευχαριστώ πολύ για το feedback.
Έπαιξε κάποιο ρόλο η γενικότερη κατάσταση που βιώσαμε το 2020 στην έμπνευση και τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου; Ή ήταν κάτι που προετοίμαζες από παλιότερα;
Το βιβλίο σαν project το σχεδίαζα από το 2017. Άρα είναι κάτι που είχε αρχίσει πιο πριν από το απίστευτο 2020. Η ολοκλήρωση των ιστοριών μαζί με την επιμέλεια τελείωσε τους πρώτους μήνες του 2020, συνεπώς δεν υπήρξε κάποια ειδικού βάρους έμπνευση από την κατάσταση που βιώνουμε φέτος, γιατί το βιβλίο είχε ήδη πάρει τον εκδοτικό του δρόμο για να κυκλοφορήσει στο αντίστοιχο εκδοτικό πρόγραμμα από τον IANOS. Όμως οφείλω να παρατηρήσω πως εκπλήσσομαι κι εγώ ο ίδιος όταν διαβάζω το βιβλίο μου και πέφτω πάνω σε κάποιες σκηνές από χαρακτήρες ή λογοτεχνική δομή που έχουν αρκετές ομοιότητες με την κατάσταση που ζούμε σήμερα. Είναι αν θέλεις η αίσθηση του συγγραφέα για τα πράγματα που έρχονται ή φαντάζεται πως έρχονται. Δεν σου κρύβω όμως ότι το 2020 αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο για να αρχίσω να σκέφτομαι μια νέα συγγραφική ιδέα που θα αρχίσει με το τέλος μιας καραντίνας ανάμεσα σε μια παρέα εφήβων. Είναι μια σκέψη που ακόμα την επεξεργάζομαι και θέλω να είμαι σίγουρος ότι θα αφοσιωθώ σε αυτήν.
Μίλησέ μας λίγο για τα δημιουργικά σου ερεθίσματα. Από πού εμπνεύστηκες τις ιστορίες σου; Έχουν οι ήρωές σου σχέση με πραγματικά πρόσωπα;
Είναι περίεργο αυτό είναι η αλήθεια. Εκ πρώτης όψεως θα έλεγα ότι οι ήρωες μου στις ιστορίες του βιβλίου δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεν υφίστανται σαν αληθινά πρόσωπα και δεν θα ήθελα ποτέ να «δώσω» τη ζωή ενός ανθρώπου ώστε να την υποδυθεί ένας χαρακτήρας για λογοτεχνικούς σκοπούς. Όμως υπάρχει και μια δόση φαινομενικού ρεαλισμού. Τι εννοώ… Σίγουρα υπήρξαν διάφορες περιστάσεις, χρονικά σημεία, τοποθεσίες και συμβάντα της ζωής μου που καθόρισαν τον λυρικό ψυχισμό της δραματουργίας καθώς στηνόταν η κάθε ιστορία. Δεν γράφω για να μεταφέρω τον επηρεασμό μου από κάτι. Αντιθέτως. Προσπαθώ και απομονώνω όποιο δυνατό συναίσθημα τείνει να με κυριεύσει και το ανακαλώ σε δημιουργική αναστροφή. Εκείνο είναι το σημείο καμπής ενός συγγραφέα και ενός μυθοπλάστη. Θα προτιμούσα να βρίσκομαι στη δεύτερη κατηγορία. Με την έννοια ότι ο μυθοπλάστης πρέπει να είναι περισσότερο εικονοκλάστης παρά συγγραφέας με ροή λέξεων. Τα ερεθίσματα της δημιουργικής μου ανατροφής ευτυχώς είναι πάρα πολλά και ευτυχώς πρόλαβα να βιώσω αρκετά από αυτά σε φυσική και όχι σε ψηφιακή μορφή. Γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνεις τι θέλεις να γράψεις. Ή καλύτερα γιατί θέλεις να αφηγηθείς μια ιστορία. Το εικονικό που τείνει να γίνει το νέο πραγματικό είναι μέχρι και εξωπραγματικό. Χαίρομαι που μεγάλωσα σε μια οικογένεια και μια κοινωνία με αφθονία ιστοριών και ζω μια ζωή που προσπαθώ να καθοδηγήσω την δημιουργικότητα μου μέσα σε αυτή. Προτείνω στους φίλους μας να διαβάσουν πίσω από τις λέξεις στο επίμετρο του βιβλίου και θα καταλάβουν αρκετά περισσότερα για την προσωπική μου δημιουργικότητα.
Το βιβλίο αποτελείται από 44 ιστορίες, που ξεκίνησαν στο κινητό και ολοκληρώθηκαν στο laptop ή το χαρτί. Η ψηφιακή κουλτούρα έχει αποτυπωθεί με κάποιο τρόπο και στο μήνυμα, στο ύφος της γραφής ή απλά αποτέλεσε ένα μέσο στην όλη διαδικασία;
Πράγματι υπήρχε σε αρκετές ιστορίες το έναυσμα του «κινητού», δεδομένου ότι σημείωσα τα πρώτα σκαριφήματα για ορισμένες λογοτεχνικές σκηνές στις σημειώσεις του τηλεφώνου μου για να μην τις ξεχάσω και χαθεί η μαγεία της στιγμιαίας έμπνευσης. Και πάλι παραπέμπω στο επίμετρο του βιβλίου για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πλήρη αλήθεια! Μια ιστορία όμως για να γραφτεί και να ολοκληρωθεί αποτελεσματικά πρέπει να περάσει καιρός. Να ωριμάσει, να τριφτεί, να αναλωθεί μέσα μου και να αισθανθώ πως είναι έτοιμη η πλοκή. Μέχρι να γίνει αυτό περνάει μεγάλο διάστημα· αν θέλεις να λες πως κάτι καλό έχεις πετύχει. Και μάλιστα να το αναφέρουν οι άλλοι και όχι εσύ. Η λογοτεχνία είναι μια διαρκής άσκηση με τον εαυτό σου. Είναι ανταγωνιστική και άκρως αθλητική με την έννοια του ατομικού πρωταθλητισμού στο όριο της τελειομανίας. Πάντα υπάρχουν λάθη και θα υπάρχουν. Και τα χρειαζόμαστε για να γινόμαστε καλύτεροι όλοι οι συντελεστές που εργάζονται για ένα βιβλίο. Γιατί πίσω από ένα βιβλίο και έναν συγγραφέα κρύβονται αμέτρητοι χαρισματικοί επαγγελματίες, όπου χωρίς αυτούς ένα βιβλίο δεν θα έχει καλή πορεία. Τώρα, η ψηφιακή κουλτούρα σαφώς και υπάρχει στο σώμα κειμένου του βιβλίου. Προσπάθησα να εντάξω το digital hype, τα social media, το ευρύτερο ψηφιακό γίγνεσθαι. Πολλές φορές το αποδήμησα κιόλας επίτηδες. Θεωρώ την ανθρώπινη επαφή πολύ πιο στενή και αναντικατάστατη από την ψηφιακή. Θα δείξει ο χρόνος βέβαια ποιος θα υπερτερήσει ανάμεσα στο debate ανθρώπινου εγκεφάλου και αλγοριθμικού κώδικα. Θεωρώ πάντως ότι ένας σύγχρονος συγγραφέας που φαντάζεται έναν κόσμο και προσπαθεί να τον επικοινωνήσει μέσα από τις ιστορίες του, οφείλει να λαμβάνει σοβαρά τα ερεθίσματα και τον παλμό της εποχής, την συμπεριφορά και την ψυχολογία, ώστε να έχει έναν άρτιο φανταστικό κόσμο που δεν «μπάζει». Στη δική μου περίπτωση η ισορροπία της ψηφιακής slang και της λογοτεχνικής μυθοπλασίας ήταν κάτι που με ενδιέφερε και αποτυπώθηκε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου σε αυτό το βιβλίο.
Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σου επιρροές. Μπορείς να ξεχωρίσεις 5 βιβλία που σε έκαναν να αγαπήσεις τις λέξεις λιγάκι παραπάνω;
Οι επιρροές είναι μεστές και διφορούμενες. Προτιμώ να έχω άμεση συσχέτιση στις λογοτεχνικές μου αναφορές κυρίως με σύγχρονους συγγραφείς και όχι τόσο με παλιότερους και κλασικούς. Δεν είναι ότι δεν μου ταιριάζουν, απλώς θεωρώ πως η ζωή έχει αλλάξει τόσο ραγδαία τα τελευταία είκοσι χρόνια που αυτά που διαβάζαμε σε παλιότερους συγγραφείς φαντάζουν εξαιρετικά μακρινά. Σέβομαι και διαβάζω κλασικούς συγγραφείς, συγκρατώντας ορισμένα στοιχεία που μπορώ να εντάξω στα δικά μου κείμενα αλλά δεν παύει να είναι μια άλλη εποχή που δεν με συγκινεί ιδιαίτερα. Ίσως επειδή νιώθω αρκετά μοντέρνος, έως και μεταμοντέρνος μερικές φορές. Άλλωστε με αυτό το θέμα καταπιάνεται και το θέμα του βιβλίου που ολοκληρώνω τώρα. Πάντως ξεχωρίζω σίγουρα το ηχόχρωμα από τα ακόλουθα: Φύλακας στη Σίκαλη του Σάλινγκερ, Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη, το επικό 4321 του τεράστιου Πωλ Αστερ, την Πόλη στις Φλόγες από τον Χάλμπεργκ και επίσης θα ξεχώριζα τα βιβλία της Σάλι Ρούνει. Έχω την αίσθηση ότι η μουσική παίζει τον δικό της ρόλο στον τρόπο που γράφεις. Ξεκινούν κάποιες ιστορίες από το πεντάγραμμο; Η πλειοψηφία των ιστοριών μου έχει μια μουσικότητα. Η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου, αφού ξυπνάω με μουσική και πολλές φορές γράφω και με μουσική. Το soundtrack του βιβλίου είναι σχετικά ηλεκτρονικό σε αντίθεση με το soundtrack από το βιβλίο που γράφω τώρα που κινείται σε παλιότερη εποχή. Πολύ συχνά εμπνέομαι από την μουσική και έχει τύχει να ξεκολλήσω από άσχημο «στέγνωμα» ακούγοντας μουσική. Φτιάχνω τις δικές μου λίστες στο spotify, στο itunes, γενικά παντού και είμαι ένα κινητό ηχείο! Ενημερώνομαι διαρκώς και ακούω συγκεκριμένες εκπομπές στο ραδιόφωνο – ναι ακούω ακόμα ραδιόφωνο – και μου αρέσει πολύ η ραδιοφωνικότητα που διαμορφώνεται σε πολλές στιγμές της έμπνευσης μου.
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω περισσότερο και θα καταλάβουν πλήρως μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί με το ραδιόφωνο. Ανυπομονώ για κανένα live – και όχι τόσο στο Instagram – αλλά έχουμε ακόμα μέχρι τότε…
Με το πρώτο σου βιβλίο ήδη στα ράφια των βιβλιοπωλείων, έχεις κάποιες σκέψεις για τη συνέχεια;
Το «Δεν είναι το μήλο. Είναι η μιλιά» είναι το μπάσιμο μου στην λογοτεχνία. Όμως δεν μένει μόνο εκεί γιατί ήδη συντονιζόμαστε πολύ σοβαρά στην ιδέα να μεταφερθεί το βιβλίο σε τηλεοπτική σειρά, οπότε αυτό είναι ένα γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο από τα… προσεχώς! Επίσης το βιβλίο θα δημιουργηθεί και ως podcast edition με το κάθε επεισόδιο να αποτελεί ένα κεφάλαιο από το βιβλίο με άψογη σκηνοθεσία και παραγωγή. Άρα δεν έχουμε «τελειώσει» στα ράφια μόνο, αλλά διαμορφώνονται οι συνθήκες για τις υπόλοιπες χρήσεις-εφαρμογές του βιβλίου. Περιμένουμε ανυπόμονα να ανοίξουν ξανά όλα τα βιβλιοπωλεία και οι χώροι πολιτισμού ώστε να κάνουμε παρουσιάσεις για τους φίλους του βιβλίου. Και επίσης, όπως μαρτύρησα και λίγο πριν, ολοκληρώνω ένα καινούργιο μυθιστόρημα -αυτή τη φορά- με μια κοινωνικοπολιτική ιστορία αγάπης που εξελίσσεται στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα.
Αντί επιλόγου, μια ευχή, ένα μήνυμα για τον νέο χρόνο που έρχεται; Τι λες/εύχεσαι να μας φέρει;
Πραγματικά εύχομαι να βρεθεί σύντομα μια ουσιαστική υγειονομική λύση που θα μας κάνει να αισθανθούμε ασφαλείς απέναντι σε όλο αυτό που ζούμε και να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη φυσιολογικότητα της ζωής όχι σαν μια δανεική κανονικότητα. Αλλά σαν μια νέα αλήθεια που συμβαίνει σε εμάς και όχι σε κάποιον άλλο από κάποια άλλη εποχή. Εμείς ζούμε την ιστορία αυτή. Όχι κάποιοι άλλοι. Συνεπώς πρέπει να βγούμε πιο χρήσιμοι, κατασταλαγμένοι και σοβαρότεροι άνθρωποι από όλο αυτό. Να καταλάβουμε τι πήγε στραβά ώστε να μην το ξανακάνουμε. Δεν θα αντέξουμε να το περάσουμε ξανά. Εύχομαι υγεία και αγάπη σε όλους, με τον καθένα από εμάς να γιορτάσει φέτος τα Χριστούγεννα με ένα διαρκές γιατί, στο οποίο μόνος του θα δώσει τις απαντήσεις σε αυτό. Πιθανόν η 43η ιστορία του βιβλίου, η προτελευταία, με τον τίτλο Τα γιατί του Στεφανάκου, να δώσει μια λογοτεχνική παρέα στα δικά μας «γιατί» μέσω της αφήγησης ενός οκτάχρονου ήρωα, που για τέσσερις σελίδες αναρωτιέται για τη ζωή του ολόκληρη, κρατώντας το χέρι της μαμάς του σε μια χριστουγεννιάτικη βόλτα. Καλά Χριστούγεννα σε Όλους!
Bio
Ο Γιάννης Μυλόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Marketing, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Management Οργανωσιακής Αλλαγής και Κοινωνικές Επιστήμες αποκτώντας ακαδημαϊκούς τίτλους από τα πανεπιστήμια Kingston και Sheffield της Μεγάλης Βρετανίας. Εξειδικεύτηκε στη Δημιουργική Γραφή της σύγχρονης επιχειρηματικότητας και της στρατηγικής επικοινωνίας μέσω του Business Storytelling. Εργάζεται ως Creative Consultant και Digital Business Storyteller για την παραγωγή περιεχομένου σε εφαρμογές ψηφιακής οικονομίας της δημιουργικής βιομηχανίας. Η δουλειά του έχει αναγνωριστεί από αξιόλογα επιστημονικά ιδρύματα, επιχειρήσεις και διεθνείς οργανισμούς στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Το έργο «Δεν είναι το μήλο. Είναι η μιλιά» είναι το πρώτο του ατομικό βιβλίο λογοτεχνίας.
Φωτογραφίες arte di tre
Graphic design PSO
Συνέντευξη στη Μαρία Παντελίδου