Μία πολυτάραχη ζωή, μία τραγική προσωπικότητα, μία άδικη καταδίκη. Μέσα από τις αφηγήσεις εννέα χαρακτηριστικών προσώπων, ο «Αρίστος» του Γιώργου Παπαγεωργίου ανεβαίνει στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ για να μας συστήσει τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον άνθρωπο που συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο περίφημος «Δράκος του Σέιχ Σου». Λίγο πριν την έναρξη των παραστάσεων, η σπουδαία Φιλαρέτη Κομνηνού μιλά στο Praximag για την εμπειρία της συμμετοχής στον «Αρίστο» και πραγματοποιεί έναν απολογισμό της δικής της μακροχρόνιας πορείας στον χώρο του θεάτρου.
Από την πρώτη της παρουσίαση το 2018 έως και σήμερα, η παράσταση «Αρίστος» εξακολουθεί να χαράζει τη δική της ξεχωριστή πορεία, έχοντας ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις του κοινού και των κριτικών. Πόσο συνεχίζει να μας εξάπτει την περιέργεια η ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη;
Ο «Αρίστος» αποτελεί μία διασκευή του βιβλίου «Ο Γύρος του Θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, με τον οποίο συνυπήρξαμε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., είμαστε φίλοι από τα παλιά, και θεωρώ ότι έχει κατορθώσει να καταγράψει την ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη και την εποχή εκείνη με έναν μοναδικό τρόπο. Η παράσταση έχει χαρακτηριστεί ως ένα θεατρικό γεγονός τόσο λόγω της θεματολογίας του, όσο και λόγω του τελικού παραστασιακού αποτελέσματος.Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι που έχουν κινήσει την περιέργεια των θεατών, δημιουργώντας τους την επιθυμία εδώ και τέσσερα χρόνια να την παρακολουθούν ξανά και ξανά. Υπάρχουν άτομα που βλέπουν την παράσταση για τρίτη και τέταρτη φορά, και αυτό συμβαίνει διότι, για όσους δεν το γνωρίζουν, το θέμα του Αριστείδη Παγκρατίδη είναι πραγματικά σοκαριστικό. Ήταν ένα γεγονός που έλαβε χώρα τη δεκαετία του ’60 στη Θεσσαλονίκη και στοίχειωσε την πόλη. Ήταν μία εκτέλεση που, σύμφωνα με μαρτυρίες πολλών, έγινε άδικα, αφού καταδικάστηκε σε θάνατο ένα νεαρό παιδί του περιθωρίου, φορτωμένο με εγκλήματα που φαίνεται εν τέλει ότι τα είχε διαπράξει κάποιος άλλος. Συνεπώς, το άδικο της ιστορίας αυτής είναι ένα στοιχείο που διαχρονικά ενδιαφέρει οποιονδήποτε ευαισθητοποιημένο θεατή και πολίτη.
Από τους ρόλους που υποδύεστε στο έργο, ποιος χαρακτήρας σας είναι πιο οικείος και γιατί;
Στην παράσταση αυτή παίζω δύο διαφορετικούς ρόλους. Ο πρώτος είναι αυτός της μητέρας του Αριστείδη, μίας λαϊκής γυναίκας με ποντιακή προφορά, ενώ ο δεύτερος είναι αυτός της Σύλβας, μίας τραγουδίστριας που, όπως δηλώνει η ίδια, ήταν πάντα δεύτερο όνομα, και η οποία είχε μία σύντομη ερωτική συνεύρεση και σχέση με τον Παγκρατίδη. Νομίζω ότι υποκριτικά με προκαλεί περισσότερο η Σύλβα, γιατί είναι ένας ρόλος και μία συμπεριφορά που δεν την έχω δοκιμάσει ξανά στη σκηνή. Ενώ λοιπόν με τη μητέρα κινούμαι σε γνώριμα εδάφη, η Σύλβα αποτελεί έναν χαρακτήρα που πραγματικά τον απολαμβάνω.
Μέσα από τις αφηγήσεις των ηρώων αναδεικνύεται πολύ έντονα το σκιώδες κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής και η ένταση που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’60. Έχετε εντοπίσει κάποια κοινά σημεία του τότε με το σήμερα;
Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν από τα λάθη του παρελθόντος. Συνεχίζονται οι αδικίες, συνεχίζονται οι παραβατικές συμπεριφορές, και τελικά δεν είναι και τόσο αισιόδοξο πως ό,τι έχει συμβεί στο παρελθόν δεν γίνεται μάθημα για το παρόν και το μέλλον. Δυστυχώς και τώρα βλέπουμε τα ίδια, κάτι που διαπίστωσα με την υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου, η οποία μου θύμισε πολύ όλο αυτό που δέχτηκε ο Παγκρατίδης. Αυτά τα δύο παιδιά έχουν υποστεί τη βία της εκάστοτε εποχής, την απάνθρωπη συμπεριφορά της κοινωνίας και τον δημόσιο διασυρμό τους. Η παράσταση εκθέτει τα ντοκουμέντα της περιόδου και αναδεικνύει το άδικο που βίωσε ο Αριστείδης, ένα παιδί που, για να μπορέσει να βρει έστω λίγο φαγητό, αναγκαζόταν να ζει και να κυκλοφορεί σε ένα περιβάλλον στο οποίο γινόταν θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και παιδεραστίας. Θυμάμαι μία ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή όταν, πριν από την πανδημία, σε μία από τις παραστάσεις που ανεβάσαμε στη Θεσσαλονίκη, είχε έρθει να μας παρακολουθήσει η ανιψιά του Παγκρατίδη. Ήταν πάρα πολύ ταραγμένη μετά την ολοκλήρωση της παράστασης, και μας δήλωσε ότι για χρόνια η οικογένειά της ζούσε με το στίγμα της υπόθεσης του Αριστείδη. Κατά κάποιο τρόπο, μας ευχαρίστησε που μέσα από αυτή την παράσταση πραγματοποιείται ένα μνημόσυνο, ένα αφιέρωμα στη μνήμη του Αριστείδη Παγκρατίδη.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, η παράσταση είχε προβληθεί σε ζωντανή μετάδοση μέσω διαδικτύου. Πώς θα περιγράφατε την εμπειρία της υποκριτικής εν καιρώ πανδημίας;
Όπως λέτε και εσείς, είναι μία εμπειρία. Η διαφορά του θεάτρου με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση έγκειται στο γεγονός πως οτιδήποτε συμβαίνει πραγματοποιείται μπροστά σε ένα ζωντανό κοινό. Όταν η συνθήκη αυτή καταργείται λόγω των καταστάσεων, είναι κάτι ανοίκειο για τους ηθοποιούς. Αισθάνθηκα ότι ήμασταν ελαφρώς σοκαρισμένοι που παίζαμε μπροστά σε άδεια καθίσματα και, αντί να βλέπουμε πρόσωπα ή να ακούμε τον ήχο της συγκίνησης των θεατών, αντικρίζαμε μόνο κάμερες. Ήταν κάτι ψυχρό. Ωστόσο, θεωρώ ότι, κάτω από ειδικές συνθήκες, υπάρχει μία ικανότητα προσαρμοστικότητας στους ανθρώπους της τέχνης, και έτσι έγινε και αυτός ένας τρόπος επικοινωνίας με το κοινό. Δεν μπορεί βέβαια να αντικαταστήσει τη ζωντανή σχέση των ηθοποιών με τους θεατές, όμως αν δεν υπάρχει άλλος διαθέσιμος τρόπος είναι και αυτό μία καταφυγή. Προσωπικά έχω δει πολλές θεατρικές παραστάσεις της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού σε live streaming. Είναι λοιπόν ένα κανάλι επικοινωνίας που, παρόλα τα μειονεκτήματά του, έχει σίγουρα τη θέση και τη χρησιμότητά του.
Την παράσταση σκηνοθετεί ο γιος σας Γιώργος Παπαγεωργίου, ενώ συμπρωταγωνιστές σας είναι δύο νέοι ηθοποιοί, ο Γιάννης Λεάκος και ο Ιωάννης Αθανασόπουλος. Τι έχετε ξεχωρίσει από αυτή σας τη συνδιαλλαγή με νέους ανθρώπους του θεατρικού χώρου;
Μόνο καλά έχω να κρατήσω από αυτή τη συνάντηση, γεγονός που ισχύει τόσο με τον γιο μου ως σκηνοθέτη,όσο και με τους συμπαίκτες μου επάνω στη σκηνή. Έχουμε γίνει μια παρέα, υπάρχει μία ομάδα που έχει επικοινωνία και επαφή. Επιπλέον, επειδή η παράσταση έχει έναν χειροποίητο θα έλεγα χαρακτήρα και τα πράγματα δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή, υπάρχει μία συνενοχή και μία ετοιμότητα από τους τρεις μας αλλά και από τον μουσικό μας επί σκηνής, τον Γιώργο Δούσο. Θεωρώ ότι οι ηθοποιοί της δικής μου γενιάς πρέπει να επιδιώκουν να συναντώνται με τους νέους του χώρου, διότι αυτή η συνδιαλλαγή μπορεί να γίνει πάρα πολύ δημιουργική.
Η πορεία σας χαρακτηρίζεται από μεγάλες επιτυχίες και αξιομνημόνευτες συνεργασίες στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Κοιτώντας πίσω, υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε;
Ναι, μπορώ να σκεφτώ κάποιες συνεργασίες, οι οποίες θα έλεγα ότι ήταν κάπως δυσάρεστες όσον αφορά στη διαδικασία και στο τελικό αποτέλεσμα. Αν μπορούσα θα τις είχα αποφύγει, αλλά κανένας δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν οι καταστάσεις όταν ξεκινά μία συνεργασία. Αν όμως γινόταν με κάποιον μαγικό τρόπο να ξαναγυρνούσα πίσω, κάποιες από αυτές θα τις διέγραφα.
Μετά από σχεδόν 30 χρόνια στον χώρο της υποκριτικής, τι σημαίνει πλέον επιτυχία για την Φιλαρέτη Κομνηνού;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσωπική μου επιτυχία είναι η καλή συνεργασία, όταν δηλαδή κάτι δημιουργείται μέσα από καλό συντονισμό και δημιουργική έμπνευση. Στο θέατρο η ομάδα των συνεργατών είναι απαραίτητη για να καταλήξει να κάνει κανείς μία ας πούμε ατομική επιτυχία ή ερμηνεία. Όσο λοιπόν περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότερο επιδιώκω να συνεργάζομαι με έξυπνους, ταλαντούχους και ακομπλεξάριστους ανθρώπους.
Χάρη στον «Αρίστο», γυρίζετε για λίγο στην πόλη όπου μεγαλώσατε και ξεκινήσατε τα πρώτα σας θεατρικά βήματα. Αισθάνεστε ακόμη κάποια συγκίνηση όταν επιστρέφετε στη Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη είναι η πατρίδα μου, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Είναι ο οικείος χώρος μου, γιατί εκεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι που ενηλικιώθηκα θεατρικά. Πάντα θα υπάρχει η συγκίνηση για το θέατρο αυτό στο οποίο έμαθα να παίζω και, επίπερίπου 14 χρόνια, διαμορφώθηκε η υποκριτική μου. Είναι το θεατρικό μου σπίτι γιατί, όσο μεγάλη διαδρομή κι αν έχει κάνει ο καθένας μας και όσα θέατρα και αν έχει αλλάξει, η νοσταλγία για τον πρώτο αυτό χώρο κατά κάποιον τρόπο παραμένει. Έπειτα, όσον αφορά στην παράσταση, πιστεύω ότι η ιστορία του Παγκρατίδη αφορά πολύ περισσότερο τους θεατές της Θεσσαλονίκης απ’ ότι της Αθήνας. Όλα αυτά που περιγράφονται στο έργο συνέβησαν στην πόλη αυτή. Αναφέρονται περιοχές της Θεσσαλονίκης όπου μεγάλωσε ο Αριστείδης και έλαβαν χώρα τα διάφορα γεγονότα της ζωής του. Ίσως η πιο συγκινητική παράσταση του «Αρίστου» ήταν αυτή που ανέβηκε στο Γεντί Κουλέ, στη φυλακή δηλαδή που κρατούνταν ο Παγκρατίδης πριν τον θάνατό του. Από εκεί, μία ημέρα στις εφτά το πρωί, τον πήραν και τον πήγαν για εκτέλεση. Ήταν μία πάρα πολύ φορτισμένη παράσταση για εμάς, αλλά και για το κοινό που την παρακολούθησε.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Αρίστος» του Γιώργου Παπαγεωργίου
Πότε: 6-7 & 13-14 Δεκεμβρίου 2021
Πού: Θέατρο Αυλαία (Πλατεία ΧΑΝΘ / Τσιμισκή)
Ώρα έναρξης: 21:00
Εισιτήρια: 16€ γενική είσοδος, 12€ φοιτητικό, ανέργων, 65+
Προπώληση: Ταμείο θεάτρου Αυλαία & Ticketservices.gr
Συνέντευξη στη Λία Κατσανά