Christmas Blues

Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.

Οι γιορτές είναι αμείλικτες. Έρχονται φορτωμένες με προστακτικές. “Βγες! Γέλα! Φάε! Πιες! Αγόρασε! Δώρισε! Χόρεψε! Χαίρε!” Οι γιορτές είναι αυταρχικές και κακότροπες. Δεν δέχονται το “όχι” για απάντηση. Θέλουν πάντα, με κάθε τρόπο, να περνάει το δικό τους. Να περνάς καλά. Να περνάς ακόμη καλύτερα. Δεν σε ρωτούν αν μπορείς να τις δεχτείς. Αν κάτι άλλο έχεις κανονίσει. Μπαίνουν στη ζωή σου θες δε θες, φωνακλούδες και πληθωρικές. Ανάβουν φώτα. Βάζουν μουσικές. Τρωγοπίνουν και τραγουδούν. Ξεφαντώνουν. Επουράνιες χαρές και επίγειες τέρψεις. “Γεννήθηκε ο Χριστός!” βροντοφωνάζουν. “Μα εγώ έχω χάσει τον άνθρωπό μου” ψελλίζεις. “Αλλάζει ο χρόνος!” διατυμπανίζουν. Μα για σένα ο χρόνος σταμάτησε τη στιγμή του μεγάλου αποχωρισμού.

Σε ένα σύμπαν που παίρνει ζωή από μια εκστατική και εν ανάγκη βεβιασμένη γιορτινή ευφορία, σε μια περίοδο που αποτελεί από μόνη της μια δήλωση απόλυτης πληρότητας, δεν υπάρχει χώρος για απώλειες. Δεν υπάρχει χρόνος για τον θρήνο και τη θλίψη. Δεν υπάρχει τρόπος να χωρέσει το πένθος. Κι όμως, όλοι όσοι κάποιον δικό τους έχουν χάσει, είναι μέσα σε όλον αυτόν τον γιορτινό συρφετό που πονούν περισσότερο. Είναι αυτές οι μέρες που ανασύρουν μνήμες κοφτερές σαν λεπίδες. Σκέψεις που στάζουν νοσταλγία σαν το μέλι στα μελομακάρονα. Είναι μέσα σε αυτό το καλοφωτισμένο, πανηγυρικό σκηνικό που τα σκοτάδια γίνονται παραδόξως πιο πηχτά και οι φόβοι πιο έντονοι και η απώλεια πιο επώδυνη από ποτέ. Μα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, φιμώνονται και σκύβουν το κεφἀλι, νιώθοντας τόσο παράταιρα ανάμεσα σε όλους τους άλλους που έχουν λιγωθεί από τη μανία της γιορτής και δεν χορταίνουν. Να γελούν, να τραγουδούν, να γιορτάζουν.

Τους ανθρώπους αυτούς τους γνωρίζουμε. Είναι στο περιβάλλον μας. Τους νοιαζόμαστε. Αλλά τέτοιες μέρες μάς κάνουν να νιώθουμε αμήχανα. Δεν ξέρουμε τι να πούμε, πώς να απαλύνουμε τον πόνο τους, πώς να τους απαλλάξουμε από το φορτίο τους. Μέχρι να βρεθούμε στη θέση τους, γιατί όλοι αργά ή γρήγορα θα μετρήσουμε απώλειες σε τούτη τη ζωή, απλά απωθούμε σκέψεις αρνητικές, εξορίζουμε από τη δική μας γιορτή το αλλότριο δράμα. Είναι πιο εύκολο έτσι. Πιο ανώδυνο.

Δεν είναι ότι γυρίζουμε την πλάτη μας. Τους προτρέπουμε να μπουν στο κλίμα της γιορτής. Να ξεχαστούν. Να γιορτάσουν μαζί μας. Καμιά φορά θυμώνουμε με την αδυναμία τους να ακολουθήσουν. Τους παίρνουμε δώρα για να ξορκίσουμε τη δυστυχία τους. Ίσως ένα νέο απόκτημα καλύψει λίγο από το κενό της απώλειας. Κι έπειτα αρχίζουμε κι εμείς με τις αμείλικτες προστακτικές μας: “Έλα, βγες, βγάλτο από μέσα σου. Πιες, φάε, χαμογέλα.” Μα οι εντολές μας δεν πιάνουν τόπο και τότε απογοητευόμαστε, νιώθουμε λίγοι. Ή πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούμε άλλο.

Ίσως τελικά το μόνο δώρο που χρειάζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι να παραλείψουμε αυτή την άγαρμπη προστακτική. Να την μαλακώσουμε. Να την κάνουμε ερώτηση. Ή μια απλή καταφατική δήλωση. Ναι, είμαστε εκεί. Πρόθυμοι να ακούσουμε. Πρόθυμοι να σωπάσουμε. Μέσα σε ένα σύμπαν που δονείται από τους ρυθμούς μιας χαράς εκστατικής, σε όσους παλεύουν με την απώλεια ας προσφέρουμε απλά το δώρο μιας συγκαταβατικής σιωπής.

Γράφει η Μαρία Παντελίδου