Μπαμπά, πάμε θέατρο;

Γράφει ο
Ευάγγελος Μανιτάκης
Θεατρολόγος – Εκπαιδευτικός

Πρωινό Κυριακής, και δη συννεφιασμένης, ως είθισται τον χειμώνα εδώ στο Βορρά. Το ρολόι μου δείχνει εννέα. Σκέφτομαι ότι έχω άλλη μια ώρα για χουζούρι. Έξω μπορεί και να βρέχει… Τα παιδιά μου δεν ακούγονται. Παίζουν; Έχουν ανοίξει το χαζοκούτι; Ποιος νοιάζεται; Αυτή η ησυχία ταιριάζει με τη νωχελική μου διάθεση και ευνοεί το χουζούρι…

Ώσπου ξαφνικά… Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοίγει, βίαια, θορυβωδώς, απειλητικά: «Μπαμπά σήκω! Έχει θέατρο σήμερα;» Βλέπετε τα παιδιά μου, εφτά ετών η κόρη και εννιά ο γιος, τυγχάνει, πέρα από απρόσκλητοι εισβολείς στο κυριακάτικο χουζούρι μου, να είναι και λάτρεις του θεάτρου. Κάθε Κυριακή του χειμώνα λοιπόν, βλέπω την ίδια ταινία: το άλλοτε παρακλητικό, άλλοτε εκβιαστικό, αλλά πάντοτε επίμονο και παθιασμένο αίτημά
τους να πάμε θέατρο.

Κι αν το καλοκαίρι οι παιδικές παραστάσεις συνήθως λαμβάνουν χώρα βραδινές ώρες, το χειμώνα η έναρξή τους είναι αργά το πρωί! Έτσι, όταν το μόνο που θέλω εγώ είναι να καλύψω τη χειμερινή μου ραστώνη με ένα βαρύ πάπλωμα, τα παιδιά μου το μόνο που θέλουν είναι να ανακαλύψουν μια ακόμη μαγική ιστορία πίσω από την αυλαία…

Πώς όμως τους προέκυψε αυτός ο έρωτας με το σανίδι; Μάλλον έχω βάλει κι εγώ το χεράκι μου. Είναι που από τότε που έγινα γονέας, ήθελα να αποκτήσω μια κοινή ενασχόληση με τα παιδιά μου, να βρούμε μια δραστηριότητα που θα απολαμβάνουμε μαζί. Το θέατρο αποδείχθηκε η καλύτερη επιλογή. Και πλέον υπάρχει μια ολόκληρη τελετουργία γύρω από τον τρόπο που αυτό έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, σημείο αναφοράς του ποιοτικού χρόνου που περνάμε μαζί τα Σαββατοκύριακα. Και ιδού τι εννοώ.

Όταν επίκειται παράσταση, προετοιμαζόμαστε για να πάμε… διαβασμένοι. Παρασκευή απόγευμα ή Σάββατο πρωί επισκεπτόμαστε μαζί την ιστοσελίδα του θιάσου ή της παράστασης που θα δούμε. Διαβάζουμε φωναχτά τα δελτία τύπου, βλέπουμε τις φωτογραφίες και ψάχνουμε να δούμε αν υπάρχει βίντεο με στιγμιότυπα από την παράσταση ή διαφημιστικό trailer. Έτσι, αφενός δημιουργείται ένα κλίμα προσμονής για το πρωί της Κυριακής, αφετέρου εξοικειώνω τα παιδιά με την πλοκή του έργου, που μερικές φορές είναι σύνθετη.

Ύστερα, όταν έρχεται η ώρα της παράστασης, γίνομαι κι εγώ ένα με τους μικρούς μου συνοδούς. Κάθομαι δίπλα τους, παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον την πλοκή επί σκηνής και κυρίως εκφράζομαι κι εγώ μαζί τους: Γελάω, τρομάζω, φωνάζω… Μπορεί όλες οι παραστάσεις να μην μου τραβούν το ενδιαφέρον, αλλά τα παιδιά μου θα με τραβήξουν από το μανίκι για να δω τον αγαπημένο τους χαρακτήρα, θα μου σφίξουν το χέρι εκεί που φοβούνται και θα με ρωτήσουν για πολλοστή φορά αν κατάλαβα το αστείο. Η παράσταση μπορεί κάποιες φορές να είναι μέτρια για μένα, το γεγονός όμως ότι τη βιώνουμε όλοι μαζί αποτελεί από μόνο του ένα μικρό θρίαμβο.

Και η τελετουργία του θεάτρου δεν τελειώνει με το τέλος της παράστασης. Για μας η αυλαία δεν πέφτει, παρά μόνο όταν έχουμε συζητήσει επαρκώς για το θέαμα που προηγήθηκε, τσιμπολογώντας κάτι. Ιδανικά, κάποιο γλυκό στο αγαπημένο μας ζαχαροπλαστείο (κι ας έχει ενστάσεις επ’ αυτού η μαμά). Θα αφήσω τα παιδιά να μου πουν ποια σκηνή τους άρεσε, θα τα ρωτήσω για τον αγαπημένο τους ηθοποιό και θα μου διηγηθούν για χιλιοστή φορά το αστείο που «δεν κατάλαβα». Κι αφού σχολιάσουμε τους πάντες και τα πάντα, επιστρέφουμε σπίτι, λίγο πιο γεμάτοι, έχοντας μοιραστεί μια ακόμη μοναδική θεατρική εμπειρία.

Έτσι, αβίαστα κι απλά, τα παιδιά μου έμαθαν να αγαπούν το θέατρο κι εγώ να αγαπώ κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου που περνάω μαζί τους. Τι κι αν το κυριακάτικο ραντεβού μας με το θέατρο συχνά με βγάζει άρον-άρον από το ζεστό μου κρεβάτι; Το χαμόγελο στα πρόσωπά τους δεν το αλλάζω με όλα τα χουζούρια του κόσμου.