Από την πρώτη συναυλία στον Μύλο της δεκαετίας του 90, όταν ο τότε ηχολήπτης ανέβηκε στη σκηνή να πει τραγούδια με την άσημη μπάντα του, κάτι -λέει- Ξύλινα Σπαθιά, μέχρι το πιο πρόσφατο, θριαμβευτικό sold out του στον Λυκαβηττό, ο Παύλος Παυλίδης είναι εκεί.
Δηλώνει τυχερός και ευγνώμων, που μπορεί να ζει επί χρόνια το όνειρό του – να γράφει τραγούδια και να ταξιδεύει. Πιστεύει ότι η Τέχνη μπορεί να μην αλλάζει τον κόσμο σε μια νύχτα, αλλά αργά και σταθερά, φυσώντας στα πανιά του, αλλάζει την πορεία του προς το καλύτερο. Και όσο συνεχίζει να εκφράζεται μέσα από στίχους, μουσικές και κουβέντες, ένα είναι το βέβαιο: Η ποίηση δεν θα εξαφανιστεί.
Ας μιλήσουμε για τον νέο, σπουδαίο δίσκο. Ποια μαγική συνθήκη γέννησε τον «Μπρανκαλεόνε»;
Αυτός ο δίσκος έχει υλικό που δημιουργήθηκε με παραπάνω από έναν τρόπους. Κάποια τραγούδια προέκυψαν από μελωδίες που μου χάρισε η ενασχόλησή μου με το πιάνο και άλλα καθώς περιφερόμουν άσκοπα μέσα στους διαδρόμους που μας προσφέρει πια η τεχνολογία. Εξακολουθώ να κινούμαι χωρίς κάποιο σοβαρό σχεδιασμό και να στρίβω απότομα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, ανακαλύπτοντας τυχαία πολλές φορές τα τοπία που βρίσκονται μέσα στα τραγούδια. Έτσι βρέθηκα αρκετά γρήγορα στο σημείο να έχω ένα demo αρκετά ολοκληρωμένο όπως συνήθως, μόνο που αυτή τη φορά δουλέψαμε στο στούντιο με αυτούς τους καταπληκτικούς μουσικούς με τον παλιό τρόπο. Δηλαδή κατά τη διάρκεια της παραγωγής είχαμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε να βρούμε πώς μπορούν αυτά τα τραγούδια να παιχτούν ζωντανά. Αυτό το θεωρώ, μετά από τόσα χρόνια, πολύ σημαντικό γιατί σ’ ένα home studio πολλές φορές ένα τραγούδι μπορεί να σε υπνωτίσει και να σε παρασύρει σε μια νωχέλεια ή σε μια τονικότητα, που όταν βγεις να το παίξεις ζωντανά, αποδεικνύεται λάθος ή ανεπαρκής. Έγιναν ανατροπές σε σχέση με τις αρχικές ιδέες και απέκτησε το υλικό περισσότερη ζωντάνια. Η fine records μας έδωσε με γενναιοδωρία τον χρόνο και τον χώρο που θέλαμε ώστε να χρησιμοποιήσουμε το studio με άνεση. Η συνεργασία μου με τα παιδιά έφτασε μετά από λίγο καιρό σε τηλεπαθητικά επίπεδα και όλος ο ενθουσιασμός και η ζωντάνια που υπήρχε εξ αρχής τελικά αποτυπώθηκε.
Στις τελευταίες συναυλίες σου ζήσαμε μια οπτικοακουστική εμπειρία. Πώς αποφάσισες να κάνεις κάτι τόσο ολοκληρωμένο;
Την πρόθεση την είχα πολύ καιρό τώρα, αλλά, όπως καταλαβαίνεις, θέλει πολλή δουλειά και κυρίως μια σχέση εμπιστοσύνης με τον σκηνοθέτη. Με τον Βασίλη Κεχαγιά είχαμε συνεργαστεί τη δεκαετία του ‘90 – για όλα σχεδόν τα βιντεοκλίπ των Σπαθιών- οπότε δεν ήταν δύσκολο να συνδυαστούμε. Χαίρομαι που έχει ξεκινήσει αυτό γιατί αισθάνομαι πως ό,τι κάναμε ως τώρα είναι μόνο η αρχή, υπάρχει προοπτική σ’ αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι εύκολο, γιατί η δική μου στιχουργική στηρίζεται πολύ στις εικόνες και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην έχουμε αισθητικά ατυχήματα η πλεονασμούς.
Έχεις έναν σταθερό πυρήνα οπαδών που σε ακολουθούν ευλαβικά μέσα στα χρόνια. Παράλληλα όμως είναι πάρα πολύ οι νέοι που έρχονται στα live. Ποιο σε συγκινεί περισσότερο;
Δεν νομίζω πως έχει νόημα να προσπαθεί κανείς ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Σίγουρα όμως το να βλέπεις ότι νέοι άνθρωποι ανακαλύπτουν τη μουσική σου είναι πολύ συναρπαστικό και ενθαρρυντικό. Όπως επίσης είναι απόλυτα συγκινητικό να βλέπεις τα πρόσωπα των παλιών ακροατών και φίλων. Μεγαλώνουμε μαζί, ταξιδεύοντας μαζί. Καμία φορά αισθάνομαι ότι ένα πελώριο κύμα τρυφερότητας σκάει στο πάλκο με τεράστια ορμή και τότε το αίσθημα είναι απερίγραπτο για εμάς που βρισκόμαστε εκεί. Είναι πολύ σημαντική αυτή η ανταμοιβή. Σαν μια ασπίδα απέναντι στον κυνισμό που στην εποχή που ζούμε καλπάζει γύρω μας πετώντας, στην καλύτερη περίπτωση, πνευματική λάσπη.
Στα σχόλια κάτω από τα τραγούδια σου, άνθρωποι λένε πως τους μεγάλωσες. Βέβαια υπάρχει και η άλλη όψη των σόσιαλ, που ξερνάει χολή (την έχεις περιγράψει περίφημα στο ομώνυμο κομμάτι). Πώς την αντιμετωπίζεις;
Η υπερβολική έκθεση είναι κομμάτι της δουλειάς μας, κάτι με το οποίο ζω από παιδί και ξέρω κάπως να το χειρίζομαι. Με την κυριαρχία όμως των μέσων μαζικής δικτύωσης έχουμε μια νέα κατάσταση. Δίνεται βήμα σε παρά πολλούς ανθρώπους που δεν έχουν την απαραίτητη ψυχική καλλιέργεια, οι οποίοι φορώντας τις ψηφιακές τους μάσκες εκτονώνουν τα ανθρωποφαγικά τους ένστικτα με λύσσα. Παρά πολλοί θρασύδειλοι καλπάζουν εκεί μέσα, φορώντας τέτοιου είδους πανοπλίες, καταλήγοντας όμως πάντοτε να βουλιάζουν στον ίδιο τους το βούρκο. Και όσο πιο βαριά η πανοπλία τόσο πιο δύσκολο να βγουν από εκεί μέσα. Μου αρέσει να απαντάω με τραγούδια πάντως.
Σε μια διαδρομή 30 και πλέον ετών, πόσο ζωτική είναι για εσένα η αλλαγή;
Η αλλαγή για μένα δεν είναι βασικό συστατικό μόνο στη μουσική μου, αλλά συνολικά στον τροπο που βλέπω τα πράγματα. Αισθάνομαι ότι κάθε καινούργια ημέρα που μου χαρίζεται είναι ευκαιρία να ανακαλύψω κάτι, παρά να διατυμπανίσω τις πεποιθήσεις μου. Και όσο περισσότερο ανακαλύπτω νέα πράγματα και άλλες οπτικές, τόσο κάποιες σταθερές αξίες που αφορούν τους συνανθρώπους μου σε σχέση με την ευγένεια, την αγάπη, την πίστη, τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυροποιούνται μέσα μου. Προσπαθώ να μην κρίνω τους ανθρώπους αλλά να τους κατανοώ. Προσπαθώ ν’ ανακαλύπτω τις αιτίες που οδηγούν στις συμπεριφορές μας. Γι αυτό και απομακρύνομαι συνειδητά από τους δογματικούς ανθρώπους και όλους αυτούς που, ταμπουρωμένοι πίσω απ’ τις ασπίδες τους, χάνουν τη θέα και αδικούν τελικά κυρίως τον εαυτό τους.
Έχεις θεματικές που μέσα στα χρόνια επιστρέφουν στα τραγούδια σου. Ανάμεσά τους, και ο φόβος.
Πάντα υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που φοβόμαστε. Η ίδια η φύση του φόβου όμως είναι που με απασχολεί, αυτό που προκαλεί ο φόβος. Ο τρόπος με τον οποίο ακινητοποιεί και εμάς σαν άτομα, αλλά και ολόκληρες κοινωνίες. Και κυρίως ο φόβος για το άγνωστο και το καινούργιο. Επάνω του στηρίζονται ολόκληρες θρησκείες και είναι σαφώς το υπερόπλο των εξουσιών. Ο μόνος χρήσιμος φόβος είναι ο φόβος της στασιμότητας. Εγώ πάντα προσπαθώ να ζω τη στιγμή. Δεν είναι πάντα εύκολο. Ο σίγουρα άχρηστος και επικίνδυνος φόβος είναι ο φόβος της αποτυχίας.
Η Μαίρη, η Ρίτα, η Άννα. Εμπνέεσαι από υπαρκτά πρόσωπα για να πλάσεις τους χαρακτήρες σου; Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένα άνθρωπος, ή και μια κατάσταση, για να γίνει υλικό τραγουδιού;
Τα ονόματα είναι τυχαία, η αφορμή να πεις τα πράγματα που θέλεις. Δεν έχω περιγράψει ποτέ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Δεν κατασκευάζω πορτρέτα. Απλά μου αρέσει να έχει όνομα κάποιες φορές ο χαρακτήρας που χρησιμοποιώ. Πάντως συνειδητοποιώ ότι όλα τα πρόσωπα που έχουν όνομα στα τραγούδια μου έχουν κάτι κοινό. Υπάρχει στην πρώτη ανάγνωση μια επιφανειακή αφέλεια αλλά όσο εμβαθύνουμε αποκαλύπτεται ένα άλλο βάθος. Αυτό τουλάχιστον προσπάθησα να κάνω και με την Άννα και με τη Μαίρη αλλά και με τον Μόχα.
Όταν τραγουδάς το συγκλονιστικό «Ερχόμαστε από τον ορίζοντα», συνηθίζεις να λες «Αυτή είναι η δικιά σας εποχή». Σε ποιους αναφέρεσαι;
Αναφέρομαι στους νέους ανθρώπους που έρχονται στις συναυλίες μας και ίσως πιστεύουν, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ότι τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν καλύτερα τα πράγματα και ότι έχουν χάσει κάτι σπουδαίο. Θέλω να τους πω ότι η ζωή είναι εδώ και τώρα, δεν χρειάζεται να ψάχνουν στο παρελθόν την ομορφιά και την αξία της. Η μαγεία βρίσκεται στην πραγματικότητα που κάθε φορά ζούμε.
Ένας πρόσφατος στίχος σου λέει «Πώς γίνεται να κάνω πως δεν είδα;» Είναι η αδιαφορία πέρα από σημείο των καιρών, μια μορφή συνενοχής; Γιατί είναι ο κόσμος τόσο απαθής;
Όσο οι κοινωνίες μας γίνονται όλο και περισσότερο κοινωνίες του θεάματος και όχι της συμμετοχής τόσο η αδιαφορία και η κοινωνική ακινησία θα δυναμώνουν. Πιστεύουμε ότι το κακό συμβαίνει μέσα στις οθόνες και όχι στον πραγματικό κόσμο κάπου δίπλα μας. Το λέω συνέχεια ότι τα δέντρα της αδιαφορίας, του κυνισμού και της βίας καλλιεργούνται επί δεκαετίες συστηματικά και τώρα απλά εισπράττουμε τους καρπούς αυτής της πνευματικής «γεωργίας». Έχουμε πεισθεί δυστυχώς ότι τα δεινά αυτού του κόσμου δε μας αφορούν. Περιφερόμαστε γελαστοί μέσα σ’ ένα σπίτι που έχει ήδη αρπάξει φωτιά, ξεφυλλίζοντας περιοδικά για air condition.
Υπάρχει αυτό τον καιρό στα σκαριά και ένα βιβλίο;
Ναι το βιβλίο έχει ολοκληρωθεί. Πρόκειται για ολοκαίνουργια κείμενα που δεν είναι τραγούδια. Θα κυκλοφορήσει αρχές Δεκέμβρη από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Υποθέτω, λατρεύεις το σινεμά. Ποια η σχέση σου με το θέατρο;
Ναι, το σινεμά το λατρεύω. Εκεί συναντιούνται πολλές τέχνες και όταν πετυχαίνουν να συνδυαστούν έχουμε πραγματικά θαύματα. Είχα την τιμή φέτος να συμμετέχω στην κριτική επιτροπή για τις μικρού μήκους στις «Νύχτες πρεμιέρας» και παρακολούθησα από κοντά την εξέλιξη αυτού που ονομάζουμε σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Έμεινα έκπληκτος με το πόσοι νέοι άνθρωποι ασχολούνται με τόσο πάθος με αυτό και αισθάνθηκα ότι έρχεται ένα όλο και μεγαλύτερο κύμα από πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές με πολύ σημαντικά μηνύματα και ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το θέατρο από την άλλη είναι για μένα η πιο ορμητική και άγρια τέχνη. Θαυμάζω απεριόριστα τους ηθοποιούς για αυτό το ακραίο σημείο που πολλές, αν όχι όλες, τις φορές φέρνουν τον εαυτό τους. Είναι φοβερή εμπειρία να παρακολουθείς μια σπουδαία παράσταση, όπως και το να συμμετέχεις είτε σαν μουσικός είτε σαν ηθοποιός στο στήσιμό της. Είχα την ευκαιρία να τα ζήσω και τα δυο και με μεγάλη χαρά θα το ξαναέκανα.
Και η σχέση σου με τη Θεσσαλονίκη;
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη έχει ανανεωθεί τον τελευταίο καιρό, αφού η εταιρεία με την οποία συνεργάζομαι πια, είναι μια υπέροχη παρέα που έχει την έδρα της εδώ, οπότε όλο και πιο συχνά την επισκέπτομαι και δεν έχω πάψει ποτέ να την αισθάνομαι σαν «σπίτι» μου. Η Βέροια είναι πάντα η αγαπημένη μου πατρίδα και εκεί βρίσκεται η εκκίνηση στο ταξίδι των στίχων μου, αλλά οι μουσικές μου ρίζες σίγουρα βρίσκονται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μαρία Παντελίδου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γιάννης Μπουρνιάς
Leave a Reply