Μάνος Βακούσης: Όταν πονάς, πάντα κάποιος σε ακούει και έρχεται

Ένα απόγευμα του Απριλίου, η Γκεστάπο συλλαμβάνει την κόρη του Σίγκμουντ Φρόυντ. Ο ίδιος μένει μόνος και απελπισμένος, όταν ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του ένας άγνωστος. Είναι ένας τρελός, ένα όνειρο ή μήπως ο Θεός αυτοπροσώπως; Στον “Επισκέπτη” του Έρικ Εμμάνουελ Σμιτ, μεταφυσικά ερωτήματα, ιδέες και αναζητήσεις αναδύονται μέσα από αιχμηρούς διαλόγους και μεταφέρονται στο κοινό μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Σωτήρη Τσαφούλια. Στον ρόλο του “Επισκέπτη” συναντάμε τον Μάνο Βακούση, ο οποίος μιλά στο praximag για το έργο, το μυστήριο, την πίστη και τη διαδρομή του στην υποκριτική.

Επί δύο χρόνια, ο “Επισκέπτης” σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα, κερδίζοντας τις εντυπώσεις κοινού και κριτικών. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κάνει την παράσταση τόσο ξεχωριστή;

Θεωρώ πως οφείλεται στο ότι ο συγγραφέας καταφέρνει να θέσει ερωτήματα που όλοι μας έχουμε ξεχάσει. Έχουμε τον Φρόυντ, μία μεγαλοφυΐα της εποχής του, ο οποίος όμως από τη λογική που έχει κυριαρχήσει μέσα του είναι σαν να έχει πάθει αμνησία. Τότε, έρχεται ο Επισκέπτης για να πει “ξύπνα, έλα πάμε πάλι, γίνε ξανά παιδί, γίνε τα νιάτα σου”. Και ο Φρόυντ είναι μόνο η αφορμή, γιατί ο Επισκέπτης αφορά όλους μας, τον κουβαλάμε μέσα μας. Το έργο είναι πολύ αγαπησιάρικο όσον αφορά στο θέμα της γενναιοδωρίας με τον εαυτό μας. Και αναφέρεται σε μία εποχή που μπαίνει ο Ναζισμός και όλα τα συστήματα του ολοκληρωτισμού, δηλαδή αυτά που δημιουργούν μάζες και όχι ανθρώπους. Αντιθέτως, ο Επισκέπτης μας λέει ότι μπορούμε να χαρούμε, να παίξουμε, και το λέει ξεκάθαρα μέσα από την αγάπη.

Εσείς υποδύεστε τον αινιγματικό “Επισκέπτη”. Ποιος είναι για εσάς αυτός ο μυστηριώδης ήρωας;

Για μένα είναι αυτό ακριβώς που λέτε – είναι το μυστήριο, δηλαδή μία δέσμη φωτός ανάμεσα στους ανθρώπους που επικοινωνούν. Αυτό το ενδιάμεσο ο συγγραφέας το βαφτίζει στο έργο ως μυστήριο που κρύβεται σε μία μορφή κραδασμικής επικοινωνίας, εξαφανίζοντας τις αποστάσεις μεταξύ μας. Κάποια στιγμή λέει ο Επισκέπτης “Δεν είμαι αίνιγμα Φρόυντ, το αίνιγμα λύνεται – είμαι μυστήριο” – και αυτό το μυστήριο είναι που γεννάει τον έρωτα. Ξέρει κανείς γιατί ερωτεύεται; Τι είναι αυτό που μας φέρνει τον έναν κοντά στον άλλον; Αυτή η έλξη της αιωνιότητας στο παρόν αποτελεί το μυστήριο. Έπειτα, ένας από τους ήρωες που υπάρχουν μέσα στον Επισκέπτη είναι ο Μότσαρτ. Ο συγγραφέας τον χρησιμοποιεί γιατί ήταν ένα μουσικό θαύμα που δεν κουβαλούσε τον πόνο, γιατί ισορροπούσε ανάμεσα στην οδύνη και την ηδονή για να βρει τον άνθρωπο στο κέντρο. Και αυτό θα έπρεπε να είναι το μέλημα του κάθε καλλιτέχνη, ηθοποιού, επιστήμονα, όλων μας: να ισορροπούμε μεταξύ πόνου, του αχόρταγου δηλαδή ομοφαγικού κόσμου που έχουμε μέσα μας, και ηδονής, του να ζούμε δηλαδή με τη σάρκα μας μόνο, χωρίς να υπάρχουμε εμείς, όπως λέει στα έργα του και ο Ντε Σαντ. Όταν χάνουμε αυτή την ισορροπία, ο δρόμος αυτός οδηγεί στο ψυχικό μας Χάος.

Η υπαρξιακή αγωνία και ο φόβος του θανάτου είναι διάχυτα στους διαλόγους του έργου. Πώς πιστεύετε ότι κινητοποιούν τον άνθρωπο αυτές οι δυνάμεις;

Στο έργο, τον θάνατο τον φέρει βιολογικά ο Φρόυντ, ο οποίος εκπροσωπεί το κοινό. Με τη σειρά του, ο Επισκέπτης μας λέει ότι δεν υπάρχει θάνατος όταν έχουμε παρόν, κι αν έχουμε παρόν, σημαίνει ότι έχουμε μνήμη. Ο άνθρωπος καλείται να συνομιλεί με τη μνήμη της ζωής, την αναγκαιότητα δηλαδή να θυμόμαστε ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Τη σύλληψη ότι ο Θεός είναι η θέαση στο θαύμα που λέγεται Γη. Ο Φρόυντ ρωτάει “Γιατί μας έφτιαξες;” και ο Επισκέπτης απαντά “Για τον λόγο που είναι η αρχή των πάντων: Για τον Έρωτα”. Έτσι, μέσα στο παιχνίδι του, ο ήρωας αυτός πιστεύει μόνο στον έρωτα, την αγάπη. Για κάθε άνθρωπο, ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο, αλλά αν μπούμε σε μία υπαρξιακή αγωνία, παραιτούμαστε. Όμως, συμβαίνει και μία άλλη τραγωδία: όποιος πίστεψε στον θάνατο, έγινε φασίστας. Γιατί είπε “αφού θα πεθάνω εγώ, θα σκοτώσω τους πάντες”. Τα συστήματα ολοκληρωτισμού θέλουν μάζες κι όχι ερωτευμένους ανθρώπους, γιατί χρειάζεται σκέψη και ισορροπία η αγάπη. Ο Επισκέπτης, λοιπόν, κάνει τη δική του πρόταση και λέει “πάμε πάλι” – αυτό κρύβει μία μορφή αθανασίας στη σύγκρουση του θανάτου και αποδοχής του για να μπορέσουμε να ζήσουμε τον έρωτα, την αγάπη.

Σχεδόν καθημερινά, γινόμαστε θεατές περιστατικών ακραίας έκφρασης μίσους και επιθετικότητας. Υπάρχει τρόπος να αποκατασταθεί η πίστη μας στην ανθρωπότητα;

Υπάρχει, αλλά για να γεννηθεί αυτό, πρέπει να συναντηθούν οι άνθρωποι – πώς θα συναντηθώ εγώ μαζί σου αν δεν είμαι άτομο με συνειδητότητα και φαντασία; Πώς θα γίνει όταν ο άνθρωπος δεν έχει εστία, ή όταν έχει και θέλει να την προεκτείνει από μία ομοφαγική διάθεση; Πώς να υπάρξει τρόπος όταν η ανθρωπότητα βιώνει αυτό το μακελειό της προσφυγιάς; Βλέπουμε μία υπερρεαλιστική καπιταλιστική συμπεριφορά στον άνθρωπο μέσω του ολοκληρωτισμού και ισχύει ακόμα από την εποχή του Αριστοφάνη: στον Πλούτο έχουμε την ουτοπία, αλλά οι άνθρωποι αφήνουν τις δουλειές τους και γίνονται κτήνη. Και εδώ έρχεται ο Έρικ Εμμάνουελ Σμιτ για να πει πως, αν συναντήσουμε την ισορροπία μας, θα υπάρξει ένωση στην ανθρωπότητα. Έτσι, οι μεγάλοι μύστες της τέχνης λένε ότι μπορούμε και πρέπει να το πιστέψουμε. Όμως είμαστε ένα σφαγείο – δεν θέλουμε να χαλιναγωγήσουμε το απύθμενο κτήνος που έχουμε μέσα μας.

Για σχεδόν δύο ώρες, απέναντί σας στη σκηνή βρίσκεται ο χαρακτήρας του Σίγκμουντ Φρόυντ. Ποια είναι η δική σας σχέση με την ψυχανάλυση;

Πέρασα και εγώ στην ζωή μου κάποια δύσκολα γεγονότα, υγείας και ψυχολογικά, και διαπίστωσα ότι υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι ψυχαναλυτές και ψυχίατροι που αγαπούν τον άνθρωπο. Όμως, το θέατρο δεν είναι υπέρ της ψυχιατρικής, αλλά υπέρ της αυτογνωσίας που λέγεται ψυχαγωγία. Κατά την ερμηνεία του Αριστοτέλη, ψυχαγωγία σημαίνει ότι η ψυχή χρειάζεται να καθαρίσει και να βρει την ισορροπία με το σώμα. Στο έργο, ο Φρόυντ αισθάνεται μόνος, πονάει και δείχνει ότι είναι μόνο γιατρός, είναι και αυτός ένας άνθρωπος – τότε έρχεται ο Επισκέπτης να τον πάρει αγκαλιά και να του πει “πάντα υπάρχει κάποιος που σε ακούει και που έρχεται”. Επομένως, μέσω της ψυχαγωγίας θα αγκαλιάσουμε το γέλιο και το κλάμα για να συναντήσουμε τη συνειδητότητά μας. Δεν είναι εύκολο, όμως.

Για την ερμηνεία σας λάβατε το “Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου” της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών. Πώς αισθάνεστε που προσθέτετε άλλη μία διάκριση στη μακρόχρονη πορεία σας ως ηθοποιός;

Ξεκίνησα να παίζω στο Θέατρο Τέχνης το 1976, σχεδόν από 16 χρονών, γιατί μου άρεσε να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Μέσα μου επιμένω ακόμα σε αυτό, και μετά από αρκετά βραβεία, έλαβα αυτή τη διάκριση από τον Δήμο Αθηναίων και από σπουδαίους κριτικούς του θεάτρου. Όταν είδα το επίχρυσο στεφάνι, ένιωσα ότι δεν πήρα εγώ αυτό το βραβείο, αλλά το παιδί μέσα μου που αγάπησε τη ζωή και τον άνθρωπο, και που ονειρεύτηκε ότι μπορεί ο κόσμος να γίνει ωραιότερος. Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να βγει απλώς να παίξει. Πρέπει να σκύψει, να μάθει και να διαβάσει, να διαβεί δηλαδή μέσα στις λέξεις. Πρέπει να εργαστεί πάνω στο κάθε γράμμα, γιατί κάθε γράμμα κάθε λέξης είναι μία ολόκληρη κοσμογονία. Η γλώσσα – και πόσο μάλλον η Ελληνική – είναι μαγική, και αυτό το βραβείο μου έδωσε τεράστια χαρά, γιατί μου δημιούργησε τη λαχτάρα να εργαστώ πάνω στη μαγική αίσθηση της λέξης ακόμα περισσότερο.

Στον “Επισκέπτη”, συνεργάζεστε για ακόμη μία φορά με τον Σωτήρη Τσαφούλια. Πείτε μας λίγα λόγια για τη σύμπραξή σας.

Σωτήρης, ένα σωτήριο ον. Ένα πλάσμα αινιγματικό. Από τη μία έχει μία συναρπαστική λογική και από την άλλη έχει μία αισθητική που δεν πιάνεται. Σαν συνεργάτες έχουμε δουλέψει μαζί συνολικά 9 χρόνια και συναντηθήκαμε όταν είχα την τύχη να παίζω στον “Λάκκο της Αμαρτίας” στο Εθνικό Θέατρο. Ήρθε να με δει γιατί έψαχνε ηθοποιό για την ταινία “Έτερος Εγώ”, κι από την πρώτη στιγμή αγαπηθήκαμε ως δύο άνθρωποι που μπορούν να ανταλλάξουν λέξεις, μυστήρια, νοήματα, ομορφιές. Όλα αυτά ξέρει να τα ρουφάει. Έπειτα, συνεχίσαμε μαζί στη σειρά “Έτερος Εγώ” και στις “17 Κλωστές”. Η συνεργασία με αυτόν τον άνθρωπο είναι δώρο. Είναι ένας υπέροχος, εκρηκτικός, αεικίνητος άγγελος.

Με τη Θεσσαλονίκη τι σας συνδέει θεατρικά;

Λατρεύω τη Θεσσαλονίκη για πολλούς λόγους. Καταρχάς, ζει εδώ η αδερφή μου, εδώ και πολλά χρόνια. Με συγκινούν οι ναοί, ορθόδοξοι και αρχαίοι, μου αρέσει ο Λευκός Πύργος, οι δρόμοι, τα στενά, το φαγητό. Νιώθω ότι είναι μια δική μου πόλη, γιατί ο άνθρωπος πρέπει να έχει κάθε πόλη μέσα του. Με συνδέει με ταινίες που έχω κάνει, με θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων που έπαιξα με το Εθνικό στο καταπληκτικό τοπίο στο βουνό. Αγαπώ τη Θεσσαλονίκη και νιώθω Θεσσαλονικιός!

Συνέντευξη στη Λία Κατσανά

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Επισκέπτης
του Ερίκ Eμμανουέλ Σμιτ
Παίζουν: Μάνος Βακούσης, Φώτης Θωμαΐδης, Δημήτρης Παπαδάτος,
Μαρία Παπαλάμπρου
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας
Μετάφραση: Σωτήρης Τσαφούλιας – Αντώνης Γαλέος
Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος: Πολυτίμη Μαχαίρα
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σωτήρης Τσαφούλιας – Έλενα Πετροπούλου
Φωτογράφιση: Πέτρος Χόντος, Θωμάς Δασκαλάκη
Πού: RADIO CITY THEATRE – Βασιλίσσης Όλγας 11 & Παρασκευοπούλου 9
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Παρασκευή: 9:00 μ.μ.
Σάββατο: 6:00 μ.μ. και 9:00 μ.μ.
Κυριακή: 6:30 μ.μ.