Σε έναν κόσμο όπου τα πάντα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τίποτα δεν μοιάζει να μένει ίδιο, και η καθημερινότητα των ανθρώπων θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας, υπάρχει ένα πλάσμα το οποίο, ανεξαρτήτως συνθηκών, όχι μόνο εξακολουθεί να μας συντροφεύει, αλλά καταφέρνει να προσαρμόζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε κάθε συνθήκη, τάση και τρόπο συμπεριφοράς τον οποίο εμείς του επιβάλλουμε.
Ω ναι, ένας σκύλος, είναι ικανός να συνηθίσει να ζει με τον τρόπο που του μαθαίνει ο εκάστοτε άνθρωπος που θα τον υιοθετήσει, είτε αυτό αφορά ατέλειωτες ώρες μοναξιάς στο σπίτι ή στον κήπο, συχνό ξύρισμα με την ψιλή, προκειμένου να μην «μαδάει», φτωχή τυποποιημένη διατροφή κ.α.
Δυστυχώς όμως, η δυνατότητα αυτού του ζώου να προσαρμόζεται κατά αυτόν τον τρόπο σε τόσο μεγάλο βαθμό, αποτελεί πολλές φορές και την καταδίκη του, εφόσον συχνά οι άνθρωποι αδυνατούν να αντιληφθούν ότι πολλά από τα πράγματα που του επιβάλλονται τον φτάνουν στα άκρα των δυνατοτήτων του.
Τι είναι αυτό λοιπόν που μπορεί να φτάσει στα άκρα έναν σκύλο, και πώς μπορούμε εμείς να αναγνωρίσουμε μια τέτοια κατάσταση και αν χρειαστεί να την διορθώσουμε?
Ξεκινώντας από τα παραπάνω παραδείγματα, η μοναξιά είναι σίγουρα κάτι που επηρεάζει σοβαρά την ψυχοσύνθεση του σκύλου, καθώς όλοι γνωρίζουμε πόσο κοινωνικά ζώα είναι. Η εκδήλωση των επιπτώσεων της μοναξιάς ενός σκύλου μπορεί να εκφραστεί μέσω καταστροφών του σπιτιού ή του κήπου, αδυναμία διαχείρισης καινούργιων και μη οικείων σε αυτόν, ανθρώπων και ζώων, επιθετικότητα προς πάσα κατεύθυνση, ακόμα και κατατονία. Αντίστοιχα, το ολοκληρωτικό κούρεμα ενός σκύλου, και ειδικότερα των μακρύτριχων φυλών, αποσυντονίζει ιδιαίτερα το ζώο, καθώς κάθε τρίχα αποτελεί μια κεραία μέσω τις οποίας ο σκύλος αντιλαμβάνεται το γενικότερο περιβάλλον γύρω του. Επιπλέον το τρίχωμα του προστατεύει το δέρμα του, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο όργανο του σκύλου, και ρυθμίζει τη θερμοκρασία του, αντίθετα με την πεποίθηση των ανθρώπων ότι η μείωση του τριχώματος του σκύλου προσφέρει ανακούφιση στο πλάσμα. Ομοίως, μια φτωχή σε θρεπτικά συστατικά διατροφή που προσφέρεται κατ’ εξακολούθηση για χρόνια, ωθεί στα άκρα το ανοσοποιητικό και τη γενικότερη υγεία του ζώου, με αποτέλεσμα την έντονη τριχόπτωση, τον κνησμό, τη δημιουργία αλλεργιών και δυσανεξιών, την υπερβολική αφόδευση λόγο έλλειψης αφομοίωσης, κα. Τα παραπάνω με την σειρά τους προκαλούν εκνευρισμό, επιθετικότητα, κατατονία κοκ.
Αυτό όμως που ωθεί πραγματικά στα άκρα την ιδιοσυγκρασία ενός σκύλου είναι ο βίαιος τρόπος εκπαίδευσης που δυστυχώς προωθείται από διάφορους φερόμενους επαγγελματίες, προκειμένου να «υποταχθεί» το ζώο και να μάθει να «υπακούει». Μια από τις πιο γνωστές τεχνικές αφορά την χρήση του λεγόμενου «πνίχτη», ένα εργαλείο που κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές, ξεκινώντας από την απλή θηλιά η οποία σφίγγει τον λαιμό του ζώου κάθε φορά που κάνει κάτι που δεν είναι θεμιτό. Στην προέκτασή της αυτή η θηλιά αποτελείται από αλυσίδα που σφίγγει τον λαιμό του σκύλου και στην πλήρη εξέλιξή της η αλυσίδα αυτή εμπεριέχει και καρφιά τα οποία «εξασφαλίζουν» την σωστή διόρθωση και πλήρη «συμμόρφωση» του σκύλου. Σαφέστατα εδώ, εκτός από τους εισηγητές αυτής της μεθόδου, πολλοί κηδεμόνες ισχυρίζονται ότι, αφενός το ζώο δεν πονάει, μιας και οι σκύλοι είναι πολύ ανθεκτικοί στον πόνο, αφετέρου έχει αποτελέσματα. Προφανώς και «ο φόβος φυλάει τα έρμα» όπως λέει ο σοφός λαός, η εν λόγο τακτική όμως, πέραν των συμπεριφορικών επιπτώσεων του ζώου βλάπτει σοβαρά την υγεία του, τόσο σωματικά, ως προς την πίεση που ασκείται στον λαιμό του, όσο και οργανικά, μιας και ο φόβος επιβαρύνει τα νεφρά του. Με πολύ απλά λόγια, εάν κάποιος αντιλαμβάνεται τη σημασία των λέξεων, το εργαλείο αυτό λέγεται «πνίχτης» διότι πνίγει το ζώο.
Εν κατακλείδι, ο σκύλος είναι ένα από τα ελάχιστα πλάσματα που, όντας δίπλα μας, διατηρεί τον σύνδεσμο του ανθρώπου με την φύση. Ας επιδείξουμε λοιπόν ανθρωπιά απέναντί τους, σεβόμενοι την φύση και τις ανάγκες τους χωρίς να τα ωθούμε στα άκρα, ακόμη κι αν τα ίδια φαινομενικά δεν αντιδρούν.
Απολαύστε τον σκύλο σας υπεύθυνα!
Γράφει η Λενιώ Πατιερίδη
Κυναγωγός, ολιστική διαχείριση σκύλων συντροφιάς
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ»