Ακόμη και μετά από μισό αιώνα στον χώρο της υποκριτικής, κάθε νέα παράσταση του Τάκη Χρυσικάκου δεν παύει να αποτελεί ένα γοητευτικό ταξίδι. Αυτή τη φορά, ο κορυφαίος ηθοποιός δίνει ραντεβού με το κοινό της πόλης στη «Βαβυλωνία» του Δημήτριου Βυζάντιου, η οποία ανεβαίνει στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών.
Συνέντευξη στη Λία Κατσανά
Μετά από σχεδόν έναν χρόνο μακριά από το θεατρικό σανίδι, ο φετινός χειμώνας σάς βρίσκει να σκηνοθετείτε και να πρωταγωνιστείτε στη «Βαβυλωνία». Πώς βιώσατε τη δραματουργική επεξεργασία του έργου, την επαφή με το κείμενο και τον ρόλο σας, και τι προσμένετε από την παρουσίαση της παράστασης στο κοινό; Η σχέση μου με τη «Βαβυλωνία» ξεκίνησε από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, συνεχίστηκε μέσα από τη συνεργασία μου με τον Σταύρο Αβδούλο, και τώρα είναι η τρίτη φορά που καταπιάνομαι μαζί της. Κάθε φορά, εστιάζω στον τρόπο με τον οποίο θα χειριστώ το κείμενο και θα το διαβάσω με τα μάτια της εποχής μας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να έρθουν οι θεατές στην παράσταση για να εισπράξουν τα πολύτιμα λιθαράκια αυτού του τόπου μέσα από την επαφή με τις ντοπιολαλιές.
Περίπου 200 χρόνια μετά τη δημιουργία της, πόσο αγγίζει τον σύγχρονο Έλληνα η κωμωδία της «Βαβυλωνίας»; Η σπουδαία γραφή του Βυζάντιου κλείνει μέσα της έθιμα και κοινωνικές συμπεριφορές από όλη την Ελλάδα. Το έργο συνιστά ένα παζλ που δείχνει ότι, στις πιο μεγάλες στιγμές του ελληνισμού, εμφανίζεται η αποδοχή της διαφορετικότητας, ένα θέμα που μας ταλανίζει πολύ τα τελευταία χρόνια. Και αυτά τα στοιχεία είναι που μετατρέπουν την κωμωδία της «Βαβυλωνίας» σε ένα γνήσιο λαϊκό έργο, όπως είναι ο Αριστοφάνης, το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο.
Έχοντας καταγωγή από τη Μάνη, πώς θεωρείτε ότι οι ρίζες σας έχουν ασκήσει επίδραση στην καλλιτεχνική σας δραστηριότητα; Τόσο η Μάνη από την οποία κατάγομαι, όσο και η Νίκαια στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, αποτελούν τις στέρεες βάσεις της συμπεριφοράς μου. Με γείωναν πάντα η μανιάτικη περηφάνια μου, η λαϊκή καταγωγή μου και η επαφή με τους ανθρώπους της γειτονιάς μου. Χάρη σε αυτούς τους μετανάστες από τη Μικρά Ασία και την υπόλοιπη Ελλάδα, είχα την ευκαιρία να ακούσω και να γευτώ το διαφορετικό.
Η πρωτόγνωρη κατάσταση που επέφερε η πανδημία ανέτρεψε πολλά που θεωρούσαμε όλοι ως δεδομένα στην επαγγελματική και την προσωπική μας ζωή. Εσείς τι εμπειρίες έχετε αποκομίσει από τη νέα πραγματικότητα των δύο τελευταίων ετών; Πίστευα ότι η πανδημία θα μας έκανε πιο στοχαστικούς, αλλά δυστυχώς διαψεύστηκα. Έβγαλε στην επιφάνεια επιθετικά ένστικτα, και συγχρόνως ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων άρχισε να αμφισβητεί την επιστήμη λόγω της κακής χρήσης της τεχνολογίας. Προσωπικά, παρόλο που είμαι εμβολιασμένος, νόσησα βαριά εξαιτίας ενός χρόνιου θέματος υγείας, και ενώ βρισκόμουν στο νοσοκομείο, ξαφνικά άρχισαν διάφοροι να μου επιτίθενται λεκτικά στο διαδίκτυο. Όλο αυτό με έκανε να αναρωτηθώ για το επίπεδο του πολιτισμού μας, και να αισθανθώ όχι οργή, αλλά μεγάλη θλίψη.
Λειτουργείτε καλύτερα ως μονάδα ή ως μέλος μιας ομάδας; Από τη φύση μου θα έλεγα ότι ανήκω στη μέση. Έχω ανάγκη να μένω μόνος μου για να τα βρίσκω με τον εαυτό μου. Συγχρόνως, όμως, είμαι ένα κοινωνικό ον που χρειάζεται επαφή με όσους ανήκουν στον μικρόκοσμό του. Με εξαίρεση τις θεατρικές μου παραστάσεις, θέλω να έχω γύρω μου λίγα άτομα για να μοιράζομαι μαζί τους τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου.
Έχετε εργαστεί με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής υποκριτικής. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σας από τις συνεργασίες του παρελθόντος; Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο τον Κουν και να συναντήσω τεράστιους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες. Συνεργάστηκα με τον Βολανάκη, τον Τσαρούχη, τον Διαμαντόπουλο, τον Παπαμιχαήλ, τον Καρακατσάνη και πολλά άλλα μεγάλα ονόματα. Το σημαντικό ήταν ότι, καθώς δούλευα μαζί τους, ένιωθα ότι σπούδαζα σε βάθος την τέχνη μου.
Πώς βλέπετε να έχει αλλάξει το ελληνικό θέατρο από τότε που ξεκινήσατε μέχρι σήμερα; Επειδή δυστυχώς ζούμε σε μία αντι-πνευματική εποχή, διαπιστώνω ότι πολλοί νέοι ηθοποιοί αναζητούν απλώς μία καλή ευκαιρία για να αναδειχθούν. Έπειτα, θεωρώ ότι επειδή σήμερα δεν γράφονται μεγάλα έργα, οι σκηνοθέτες καταφεύγουν ορισμένες φορές στη διαστρέβλωση παλαιότερων κειμένων. Τέλος, πιστεύω ότι απαιτείται περισσότερη συνεργασία ανάμεσα στους τεχνίτες του θεάτρου, δηλαδή τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες, και τους δραματολόγους.
Στο παρελθόν είχατε συμμετάσχει σε αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές και σπουδαία κινηματογραφικά έργα. Τι είναι αυτό που σας έκανε να αφοσιωθείτε πλέον στο θέατρο; Η επιμονή που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός στην τέχνη βγαίνει μόνο μέσα από την εξαντλητική άσκηση στο θέατρο. Εκεί, έχει τον χρόνο να ανακαλύψει πλευρές τις υποκριτικής που δεν είχε καν φανταστεί. Ο κινηματογράφος, παρόλο που μου αρέσει πολύ, είναι περισσότερο υπόθεση του σκηνοθέτη. Όσον αφορά την τηλεόραση, δεν την αφορίζω γιατί κατανοώ τη δύναμή της, και θεωρώ ότι αργά ή γρήγορα, θα ξανασυμμετάσχω σε κάποια τηλεοπτική δουλειά.
Η Θεσσαλονίκη πώς συνδέεται με την επαγγελματική σας πορεία; Στη Θεσσαλονίκη έρχομαι από τη δεκαετία του ’80, διότι έχω τέσσερις φίλους με τους οποίους είμαστε δεμένοι σαν αδέρφια. Επιπλέον, σε όσες παραστάσεις συμμετέχω, πάντα λαμβάνω μία πολύ θερμή υποδοχή από το κοινό. Αισθάνομαι ότι η πόλη με τιμά και με τη σειρά μου την αγαπώ και εγώ.
Τέλος, με τρεις λέξεις, τι θα ευχόσασταν για την επόμενη ημέρα της πανδημίας; Συνειδητότητα, υγεία, αφύπνιση.
Συνέντευξη στη Λία Κατσανά
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (XEIMΩΝΑΣ 2021-ΑΝΟΙΞΗ 2022)