Αν ένας χαρακτηρισμός μπορεί να σπάσει το στερεοτυπικό δίπολο «χαλαρή» και «ερωτική» για τη Θεσσαλονίκη, αυτός είναι το «ραδιοφωνική». Και ένας από τους ανθρώπους που μπορεί να μιλήσει από τη δική του ματιά για το πειρατικό ερτζιανό παρελθόν της πόλης -για πομπούς, ραδιογωνιόμετρα, αλλά και δίπολα- είναι ένας άνθρωπος που σχεδόν 4 δεκαετίες τώρα, το μέσο που λέγεται ραδιόφωνο -σε κάθε του μορφή- είναι η δεύτερή του φύση. Και μιλάω φυσικά για τον Νίκο Κομνηνό…
«Ήταν 1984. Μαθητής Λυκείου εγώ, 16 ετών τότε, και ένα μεσημέρι πηγαίνουμε με τον κολλητό μου -και αργότερα και συνεργάτη και συνάδελφο- Αντώνη Κανάκη, στο σπίτι του Παναγιώτη, ενός συμμαθητή του. Με το που μπαίνουμε στο δωμάτιο, τον βλέπουμε να μιλάει χρησιμοποιώντας μια μικρή συσκευή, που ούτε καταλάβαμε τι ήταν. ‘Ένα δύο, ένα δύο, μ’ ακούει κανείς;’. Εμείς δεν είχαμε ακόμα καταλάβει τι ακριβώς έκανε, αλλά μας ενδιέφερε. Αφού λοιπόν μας εξήγησε τα βασικά στα γρήγορα, μας δίνει κάποιες σημειώσεις, τον πομπό και την κεραία του. Όλα φυσικά μέσα σε μαύρες σακούλες γιατί ήταν παράνομη η ραδιοπειρατεία, και εμάς έτρεμε το φυλλοκάρδι μας πώς θα τα μετακινήσουμε. Ο Αντώνης με τον πομπό λοιπόν και εγώ με την κεραία-δίπολο, μπαίνουμε στο σπίτι μου, η μητέρα μου μας βλέπει και τρελαίνεται. Την πείσαμε όμως, τα εγκαταστήσαμε, και ξεκινήσαμε.»
«Οι εκπομπές ήταν μουσική και ενδιάμεσα δυο λόγια, ένα γεια και ένα τηλέφωνο που δίναμε στον αέρα για να καλέσει όποιος άκουγε. Ξεκινούσαμε αργά το βράδυ, με το τέλος του προγράμματος της τηλεόρασης, γιατί υπήρχε κίνδυνος παρεμβολών. Τον σταθμό τον ονομάσαμε Record Club, και το πρώτο τραγούδι που έπαιξα ήταν το Back On The Chain Gang των Pretenders, ένα κομμάτι που γούσταρα πολύ τότε.»
«Οι περισσότεροι πειρατές ήταν ηλεκτρονικοί, σε αντίθεση με μας που δεν είχαμε ιδέα. Μεγάλο εργαλείο τότε όμως ήταν το περιοδικό Ήχος. Το ένα τρίτο της ύλης ήταν μουσική, και το υπόλοιπο σχετικό με μηχανήματα, εξοπλισμό, τεχνικές λεπτομέρειες, κλπ. Έτσι μάθαμε και έτσι καταλάβαμε πως πρέπει να βγαίνουμε με σωστό ήχο. Όσο για τον εξοπλισμό; Ο καθένας έφερνε από ένα μηχάνημα. Εγώ είχα το Crown, ο Αντώνης έναν ενισχυτή JVC και το πικάπ του. Το όνειρο φυσικά ήταν να έχεις Technics, αλλά πού λεφτά τότε.»
«Όσο για τη μουσική που παίζαμε; Όποια δισκοθήκη είχε ο καθένας -δική του ή από τους γονείς του, ξαδέλφια, φίλους, ό,τι βρίσκαμε- και κασέτες που γράφαμε, ακόμα και από σταθμούς στα υπερβραχέα -έτσι π.χ. έγραψα το Wouldn’t Be Nice του Nick Kershaw από την εκπομπή του top 20 του BBC, που μου άρεσε πάρα πολύ αλλά δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Και όλα τα λεφτά μας, μουσική. Δεν παίρναμε παντελόνι ή κολατσιό, για να πάρουμε τον δίσκο. Δεν θα ξεχάσω τον Αντώνη να έρχεται ένα πρωί καλοκαιριού στην αυλή κάτω από το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου, φωνάζοντας «Το βρήκα! Το βρήκα:» . Ποιο; Το Perfect Kiss των New Order, το οποίο maxi single το ψάχναμε σαν τρελοί…»
«Την επαφή με το ραδιόφωνο τη χρωστάω στον αδελφό μου. Τον θεωρώ ηθικό αυτουργό της πορείας μου. Άκουγε μουσική γενικά, αλλά είχε και ένα πάθος με το ραδιόφωνο -μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 που ήταν και το δυνατό μπάσιμο των FM, πιο πριν όλοι εξέπεμπαν στα μεσαία. Κάθε βράδυ λοιπόν, αφού έπεφταν οι γονείς μας για ύπνο, έπαιρνε ένα ραδιοκασετόφωνο Crown που είχαμε τότε και έψαχνε σταθμούς. Δύο πράγματα θυμάμαι χαρακτηριστικά: την αντανάκλαση του φωτιζόμενου καντράν του Crown στο ταβάνι του δωματίου, και τον ήχο της ροδέλας που γυρνούσε ψάχνοντας σταθμούς. Φυσικά, ούτε καν ως ιδέα τα ψηφιακά ακόμα, όλα τέρμα αναλογικά. Τότε ήμουν δεν ήμουν 10 ετών. Ε, αυτό ήταν. Σύντομα έφτανα να κάνω κοπάνες για να μπορώ ν’ ακούω τους αγαπημένους μου σταθμούς. Περπάτημα στην παραλία, και το φορητό ραδιοφωνάκι στο χέρι.»
«Ραδιοφωνικός μου μέντορας είναι ο Γιώργος Αλεξίου και το Ράδιο Ένα, ο δημοφιλέστερος πειρατικός σταθμός στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή. Τον άκουγε η μισή πόλη, και όχι μόνο άκουγε, μάθαινε και μουσική. Ήταν ο πρώτος που είχε προσαρμόσει το αγγλικό μουσικό ραδιόφωνο στα ελληνικά δεδομένα. Η ποιότητα εκπομπής του πολλές φορές ήταν πιο καλή και από την ΕΡΤ. Όσο για τα τηλέφωνα; Ήθελες να πιάσεις γραμμή και δεν μπορούσες. Ακόμα και από τον ΟΤΕ τον καλούσαν και του ζητούσαν να κλείσει γιατί προκαλούσε θέμα στο δίκτυο, φτάνοντας στο σημείο να του λένε πως θα στείλουν την αστυνομία.»
«Μετά το βάπτισμα του πυρός του Record Club, σταδιακά μαθαίναμε όλο και περισσότερα. Η κεραία π.χ. έπρεπε να μπει στην ταράτσα, όχι στο μπαλκόνι που την είχαμε αρχικά. Σ’ αυτό ήμασταν τυχεροί και άτυχοι παράλληλα. Τυχεροί, γιατί το σπίτι μου ήταν σε πλεονεκτική θέση: μια οκταόροφη πολυκατοικία στην Κασσάνδρου, στην ταράτσα της οποίας υπήρχε μια χαρακτηριστική μεγάλη neon πινακίδα «Πίνετε Σουρωτή» που φαινόταν ακόμα από την παραλία. Το «εκπέμπουμε από το Πίνετε Σουρωτή» είχε γίνει trademark μας. Άτυχοι, γιατί στον 8ο υπήρχε μια κυρία, η οποία με το που μας έβλεπε ν’ ανεβαίνουμε στην ταράτσα, ερχόταν και μας τα διέλυε όλα.»
«Όταν δεν μας έπαιρνε να συνεχίσουμε σ’ έναν χώρο -είτε γιατί μας είχαν εντοπίσει, είτε γιατί μας δημιουργούσαν προβλήματα- μεταφερόμασταν. Μετά από εμένα πήγαμε στο σπίτι του Αντώνη. Εκεί περάσαμε πολύ περισσότερο χρόνο, είχαμε και καλύτερη υποδομή, εκεί ακουστήκαμε λίγο περισσότερο. Όταν έπρεπε να φύγουμε και από εκεί, μεταφερθήκαμε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα κάπου δυτικά -ο ιδιοκτήτης του είχε και αυτός πειρατικό σταθμό και μας το παραχώρησε, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Πρώτη απόπειρα να βάλουμε την κεραία (εννοείται με άκρα μυστικότητα) 1 η ώρα το βράδυ μιας πραγματικά παγωμένης νύχτας. Αφού τα καταφέραμε κακήν κακώς, καθώς κατεβαίναμε με το ασανσέρ, βλέπουμε τον Χρήστο τον Πορτοκάλογλου (που είχε γίνει μέλος της ομάδας) με ένα παγωμένο χαμόγελο. Κυριολεκτικά. Ακόμα και ο ίδιος το κατάλαβε βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη του ασανσέρ. Γιατί η αλήθεια είναι πως σε αυτές τις φάσεις τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά περνούσαμε καλά και γελούσαμε πολύ.»
«Το λατρέψαμε και το αγαπήσαμε το ραδιόφωνο ακούγοντάς το. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η περίφημη πειρατική ραδιοφωνική σκηνή της εποχής στην πόλη. Γιατί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Θεσσαλονίκης ήταν και περισσότεροι από της Αθήνας, και πολύ πιο προχωρημένοι μουσικά. που ήταν και εφαλτήριο και για εμάς που ξεκινούσαμε τότε. Τότε στην Αθήνα τους κυνηγούσαν περισσότερο τους πειρατές, ενώ εδώ οι καταγγελίες ήταν σποραδικές και το ραδιογωνιόμετρο έβγαινε σπάνια.»
«Τι είναι το ραδιογωνιόμετρο, θα μου πεις. Τότε, ήταν ένα mini van Mitsubishi χωρίς σήμανση, που είχε επάνω κεραίες, και καθώς κινούνταν έπιανε τις συντεταγμένες των πειρατών. Συνήθως ήταν παρκαρισμένο πίσω από το Διοικητήριο. Αν είχες σταθμό, έπρεπε να σταματήσει ακριβώς από κάτω για να σε βρει -ούτε στο προηγούμενο, ούτε στο επόμενο στενό. Με το που έβρισκαν την πολυκατοικία, ανέβαιναν στην ταράτσα, ξήλωναν την κεραία και ακολουθούσαν το καλώδιό της για να δουν σε ποιο διαμέρισμα καταλήγει. Και το ραδιογωνιόμετρο και η αστυνομία ερχόταν μόνο μετά από καταγγελία. Φυσικά, κάθε φορά έπεφτε σύρμα ανάμεσα στους πειρατές, και έκλειναν όλοι. Όποιος τολμούσε και έμενε ανοιχτός, έπαιρνε και όλο το πακέτο της ακρόασης. Αν όμως σε έπιαναν πήγαινες Αυτόφωρο κατευθείαν -δεν ήταν παίξε γέλασε- και σου έπαιρναν όλους τους δίσκους και όλα τα μηχανήματα -ακόμα και συσκευές που ήταν άσχετες με την εκπομπή, όπως π.χ. τηλεοράσεις.»
«Μια μέρα του ‘87, μαθαίνουμε πως θα κυκλοφορήσει το ραδιογωνιόμετρο, και καταστρώνουμε σχέδιο: εγώ στημένος στο Διοικητήριο να παρακολουθώ το βανάκι, και μόλις βγει να τρέξω στο σπίτι, να πάρω τηλέφωνο στο στούντιο (που ήταν στη Φιλίππου) και να ειδοποιήσω να κλείσει αυτός που έκανε εκπομπή. Την ώρα που ξεκινάει έκανε εκπομπή ο Χρήστος. «Χρήστο, κλείσ’ τα» . Έλα όμως που δεν τα έκλεισε. Άφησε έναν δίσκο να παίζει και βγήκε στο μπαλκόνι. Κάποια στιγμή, φτάνει ακριβώς από κάτω ένα λευκό βαν Mitsubishi. Από τον πανικό του δεν έκλεισε τίποτα, απλά μας πήρε τηλέφωνο ωρυόμενος πως μας έπιασαν. Φεύγω έντρομος από την Κασσάνδρου -ευτυχώς ήταν κοντά- φτάνω και όντως βλέπω ένα βανάκι από κάτω. Ψυγείο όμως, με τον μηχανισμό στην οροφή. Και ο τρόμος έγινε γέλιο…»
«Το ‘87 ήταν που ξεκινήσαμε και το 16 Ώρες Θεσσαλονίκη, στους 97FM. Ιδρυτικά μέλη ο Αντώνης (Κανάκης), ο Χρήστος (Πορτοκάλογλου) και εγώ. Φυσικά, μπήκαν και άλλα παιδιά για να συμπληρωθεί το 16ωρο, μιας και ήταν το πρώτο ραδιόφωνο που εξέπεμπε συνεχόμενο πρόγραμμα για τέτοιο διάστημα. Στη συνέχεια, το Ράδιο Θεσσαλονίκη, το Πανόραμα 86, ο Μουσικός Δίαυλος, έγιναν 24ωροι. Φυσικά τότε (χωρίς υπολογιστές) για να κάνει ένα σταθμός 24ωρο πρόγραμμα, έπρεπε να κάθεται κάποιος και να βάζει δίσκους -με πιο δύσκολο φυσικά το διάστημα 4 με 7 το πρωί. Λίγο αργότερα ήρθαν οι βιντεοκασέτες (γραμμένες με ήχο αντί για εικόνα) τα multiple CDs και τα Mp3.»
«Τα ραντεβού μας εκείνη την εποχή ήταν σε δισκάδικα. Πάντα. Βγαίναμε όλοι μαζί, μιλούσαμε μόνο για μουσική, και το αιώνιο παράπονο των κοριτσιών που ήταν μαζί μας ήταν αυτό. Επίσης, καθημερινά κάναμε μια γύρα απ’ όλα τα δισκάδικα του κέντρου -από το Rock 100, το Stereodisc, από τον Μιχάλη στο Billboard, το Blow Up, και μετά ανεβαίναμε ψηλότερα, Άλκης, Τζίμης, για να δούμε τι νέο έβγαινε στις βιτρίνες. Από ένα σημείο και μετά ήμασταν και οι πρώτοι που ανοίγαμε τα πακέτα με τις νέες αφίξεις. Ειδικά στο Billboard, πρώτα μάθαινα εγώ πότε θα έρθει το νέο πακέτο. Έτσι όμως κάναμε και τις ανακαλύψεις μας -όπως το You των Ten Sharp, το Connected των Stereo MCs, ή το A Girl Like You του Edwin Collins, πολλές φορές νωρίτερα και από την Αθήνα…» Φυσικά, η ιστορία δεν σταματάει εδώ. Για την ακρίβεια, δεν έχει σταματήσει, αφού τα παιδιά που αποτελούσαν το «πειρατικό» δυναμικό της εποχής, συνέχισαν -και κάποιοι συνεχίζουν ακόμα- και στο ραδιόφωνο αλλά και την τηλεόραση. Όσο για τον Νίκο Κομνηνό, μπορεί να έχει αφήσει τα ερτζιανά από το 2008, αλλά συνεχίζει χάρη στη δύναμη του streaming μέσα από το OFF Radio. Που μπορεί ν’ ακούγεται ως την Τασμανία ή τη Γη του Πυρός, αφετηρία του όμως είναι -ποια άλλη;- η ραδιοφωνική συμπρωτεύουσα…
Γράφει ο Γιώργος Μαντζουρανίδης
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2021)