Ένας έρωτας που αντιβαίνει τις επιταγές της εποχής του. Ένας δεσμός που οδηγεί στον όλεθρο και κλονίζει τις κοινωνικές ισορροπίες αντί να τις γεφυρώνει. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Αιμίλιος Χειλάκης επανέρχεται στο θεατρικό γίγνεσθαι με τον «Οθέλλο» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και πραγματοποιεί άλλη μία στάση στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους, την Τετάρτη 1 Σεπτέμβρη. Μιλώντας στο praximag, ο αγαπημένος πρωταγωνιστής συζητά μαζί μας για τον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου, την επίδραση της πανδημίας στο θέατρο, τη μεγάλη επιστροφή του στη μικρή οθόνη, αλλά και για τον αναπάντεχο πειραματισμό του με τον κόσμο των ψηφιακών μέσων.
Ο «Οθέλλος» είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και έχει παρουσιαστεί σε εκατοντάδες σκηνές σε ολόκληρο τον κόσμο. Ποιο είναι το ιδιαίτερο ή διαφορετικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δική σας παράσταση;
Ως σκηνοθέτες μαζί με τον Μανώλη Δούνια, έχουμε προσπαθήσει να αναδείξουμε την τραγικότητα του κειμένου σε σχέση με τη δημόσια σφαίρα. Ενώ στο έργο έχει γραφτεί ότι οι δολοφονίες και οι γυναικοκτονίες λαμβάνουν χώρα στα σκοτεινά δωμάτια του στρατοπέδου της Κύπρου, στη δική μας παράσταση αυτές οι φοβερές στιγμές συμβαίνουν σε δημόσιους χώρους, παρουσία του κόσμου όλου. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο διαβάσαμε εμείς το έργο, και νομίζω πως η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα είναι που κάνει την παράσταση πιο εύληπτη στην ιστορία της και συγχρόνως πραγματικά τραγική.
Μιλήστε μας λίγο για τον Ιάγο, τον ήρωα που υποδύεστε.
Εν έτει 1603 που γράφεται το έργο από τον Σαίξπηρ, ο Ιάγος συνιστά τον μοντέρνο άνθρωπο, τον άνθρωπο της σύγχρονης Ευρώπης που έρχεται, τον άνθρωπο που θεωρεί ότι με τη λογική τα πάντα θα λειτουργήσουν καλύτερα. Δυστυχώς, όμως, ο ίδιος χρησιμοποιεί αυτή τη λογική ως όπλο για να διαβάλλει, καθώς οι συνιστώσες της σκέψης του ουσιαστικά οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η σπουδαιότητα του ρόλου, αφού κατορθώνει να πείσει μία αθώα ψυχή-πολεμική μηχανή όπως είναι ο Οθέλλος να σκοτώσει, μόνο και μόνο επειδή η σκέψη του έχει πάρει λάθος δρόμο.
Στην παράστασή σας, έχετε αναλάβει όχι μόνο έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά ταυτόχρονα και τη σκηνοθεσία σε συνεργασία με τον Μανώλη Δούνια. Ποιες είναι οι δυσκολίες που συναντήσατε αναλαμβάνοντας αυτή τη διπλή ιδιότητα;
Συνήθως αυτοί οι διπλοί ρόλοι δεν έχουν δυσκολίες, έχουν ανυπέρβλητα εμπόδια. Στο επάγγελμά μας δεν είμαστε ούτε δρομείς, ούτε μαραθωνοδρόμοι, είμαστε περισσότερο σαν τα άλογα που πραγματοποιούν ασκήσεις υπερπήδησης εμποδίων. Και αυτή είναι η σημαντικότερη και η πιο ωραία στιγμή, όταν δηλαδή φτάνουμε να νικάμε και να υπερπηδάμε τα εμπόδια. Τα περισσότερα τα φτιάχνουμε σχεδόν από μόνοι μας προκειμένου να καταφέρουμε να τα ξεπεράσουμε, και στη διαδρομή αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο αναλαμβάνουμε την ευθύνη απόδοσης μιας ιστορίας στο κοινό. Το ίδιο συμβαίνει και από τη στιγμή που υπογράφει κανείς μία συν-σκηνοθεσία, και ξέρω ότι το έργο αυτό δεν θα μπορούσα να το είχα σκηνοθετήσει μόνος μου, χωρίς να έχω δίπλα μου το υπέροχο μυαλό που λέγεται Μανώλης Δούνιας. Νομίζω είναι κάτι που φαίνεται και από όλες τις παραστάσεις που έχουμε κάνει μαζί τα τελευταία δέκα χρόνια.
Έρωτας, ζήλια, φόβος για το διαφορετικό: Πόσο επίκαιρες παραμένουν σήμερα οι κύριες θεματικές του «Οθέλλου»;
Τα μεγάλα κλασικά έργα είναι πάντοτε σύγχρονα, διότι αναφέρονται σε πράγματα στα οποία ποτέ δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε μια απάντηση και για τα οποία θα αναρωτιόμαστε διαρκώς. Εκεί όμως βρίσκεται και το σπουδαίο της τέχνης: δεν την κάνεις για να προσφέρεις απαντήσεις, αλλά για να θυμηθείς την αρχική ερώτηση, να θέσεις μία καινούρια, να την απευθύνεις ξανά στον θεατή ή ακόμα και για να την παρουσιάσεις σε κάποιον που δεν την έχει ακούσει ποτέ ξανά. Μπορεί ο «Οθέλλος» να υπάρχει σαν έργο τα τελευταία 418 χρόνια, ωστόσο για ορισμένους θεατές τώρα είναι η πρώτη φορά που θα έρθουν σε επαφή με τις ερωτήσεις. Και εκεί έγκειται η αποστολή μας, αφού μέσα από την παράσταση προσπαθούμε να ξαναφέρουμε μεγάλες καλλιτεχνικές ανησυχίες στα χέρια, μάτια και αυτιά του κοινού. Όσον αφορά στις θεματικές του έργου, η κατανόηση του περιεχομένου και του επίκαιρου χαρακτήρα του δεν έχει να κάνει μόνο με γεγονότα όπως την πρόσφατη γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά. Ωστόσο, όταν στην παράσταση ο Ιάγος λέει στον Οθέλλο «πνίξ’ την στο ίδιο το κρεβάτι που πλαγιάζετε», νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή οι ραχοκοκαλιές όλων των θεατών ριγούν, καθώς αντιλαμβάνονται την κοίμηση που συνέβη τότε μέσα σε εκείνο το σπίτι στα Γλυκά Νερά. Το ίδιο αισθανόμαστε όταν βλέπουμε μπροστά μας τη σκηνή όπου ο Οθέλλος πνίγει τη Δυσδαιμόνα. Δυστυχώς δεν θα πάψουν ποτέ οι άνθρωποι να σκοτώνουν ανθρώπους, και αυτό όχι λόγω της περίεργης φύσης τους, αλλά κυρίως διότι δεν αντιλαμβάνονται ότι κάθε πράξη τους, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη, έχει αντίκτυπο και σε άλλους πέρα από τους ίδιους. Με άλλα λόγια, αν χτυπήσω ένα άλλο άτομο, χτυπάω συγχρόνως όλο τον κόσμο που πιστεύει σε αυτόν, επομένως η κίνησή μου δεν είναι κατά ενός αλλά εναντίον πολλών. Αν κατανοήσουμε το γεγονός αυτό, ίσως μπορούμε να γίνουμε πιο ενεργοί πολίτες, ωστόσο δεν μπορώ να περιμένω να έχουν κοινωνική συνείδηση άνθρωποι που ψηφίζουν τα τελευταία χρόνια χωρίς να έχουν αίσθηση της ευθύνης τους. Συνεπώς, από την πλευρά μου, ανεβαίνω επί σκηνής και, χρησιμοποιώντας τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να σας μιλήσω, υπενθυμίζω ότι πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας.
Η περίοδος του εγκλεισμού άσκησε κάποια επίδραση στη δημιουργικότητά σας;
Νομίζω ότι το χρονικό αυτό διάστημα με έκανε πιο εμμονικό στο να συμβεί η θεατρική πράξη. Με οδήγησε δηλαδή στο να γίνω ένας άνθρωπος ο οποίος θέλει να κάνει θέατρο γιατί, αν δεν κάνει, καταλαβαίνει πως εκπληρώνονται σχέδια ατόμων που δεν επιθυμούν να ακούγονται άλλες φωνές.
Τώρα που ανοίγει το θέατρο, τι πιστεύετε ότι θα αλλάξει; Ποια θα είναι τα νέα δεδομένα;
Στο θέατρο δεν θα αλλάξει κάτι, ωστόσο αυτό που θα αλλάξει σίγουρα είναι η προσμονή του θεατή να μας δει. Επίσης, έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο εμείς ως δημιουργοί είμαστε πιο υπεύθυνοι για το αποτέλεσμά μας. Δεν μεταβάλλονται έτσι απλά τα πράγματα, χρειάζεται πολύ περισσότερος χρόνος για να αντιληφθείς τι κακό έχει συμβεί και να το διορθώσεις. Και δεν είμαστε ένας λαός που φημιζόμαστε για την αυτογνωσία μας. Πιστεύω ότι γρήγορα θα ξεχαστούν οι δυσκολίες και σύντομα θα μπούμε ξανά στις ίδιες διαδικασίες. Επιπλέον, κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας, θεωρώ ότι δεν μπορούν να υπάρχουν φωνές αντίδρασης από συναδέλφους σχετικά με τις υπάρχουσες θεατρικές παραστάσεις. Αυτή τη στιγμή, οι συνάδελφοι τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να διαφωνούν όταν υπάρχει καλλιτεχνικό έργο εκεί έξω και ζουν οικογένειες από αυτό. Πέρα από την ίδια την καλλιτεχνική ιδέα, το πιο σημαντικό είναι ότι από μία παράσταση σαν τη δικιά μας με τον Γιάννη Μπέζο, τη Μυρτώ Αλικάκη και τον Μανώλη Δούνια ζουν είκοσι οικογένειες. Προσωπικά αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να βγω και να κατακρίνω παραστάσεις, γιατί όλο αυτό είναι κατά οικογενειών και όχι προσώπων.
Επιστρέφετε μετά από πολλά χρόνια στον χώρο της τηλεόρασης με έναν ρόλο-έκπληξη. Τι ήταν αυτό που σας κέρδισε και αποφασίσετε να συμμετάσχετε στις «Άγριες Μέλισσες»;
Αρχικά, αυτό που με κέρδισε ήταν η πρόταση του Λευτέρη Χαρίτου, ενός φίλου και πάρα πολύ άξιου κινηματογραφικού σκηνοθέτη. Όπως έχει αντιληφθεί και το κοινό, ο Λευτέρης δουλεύει τελείως διαφορετικά με το τηλεοπτικό προϊόν απ’ ότι πολλοί άλλοι, συνεπώς, όταν μου έγινε η πρόταση, το στοιχείο αυτό με έκανε να συμφωνήσω τόσο απλά και εύκολα. Έπειτα, θα αναλάβω να υποδυθώ έναν εξαιρετικό ρόλο, αυτόν του Ακύλα Μεγαρίτη, του αρχηγού της φασιστικής οργάνωσης των «Αβάντων». Γενικά μου αρέσουν οι κακοί χαρακτήρες γιατί συνήθως είναι δρώντες, ενώ οι καλοί είναι πάσχοντες, και προτιμώ τους πρώτους από τους δεύτερους. Συνολικά, νομίζω ήρθε η στιγμή όπου μπορώ να μπω σε κάτι το οποίο είναι πραγματικά πάρα πολύ καλό.
Εκτός από το θέατρο και την τηλεόραση, έχετε ξεκινήσει και μία πρωτοβουλία για τη δημιουργία audio books με τις φωνές αγαπημένων καλλιτεχνών. Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτή;
Η σκέψη ξεκίνησε από την Αθηνά Μαξίμου, τη σύντροφό μου, καθώς αναρωτιόμασταν αν η παραστατικότητα και η δουλειά μας θα αρχίσει να περνά μέσα από τη ψηφιακή μορφή. Κατά τη γνώμη μου, η κινηματογράφηση παραστάσεων λειτούργησε μόνο στην αρχή και για λίγο, αφού μετά φάνηκε ότι δεν ενδιέφερε και πολλούς η παρακολούθηση ενός βιντεοσκοπημένου θεατρικού έργου. Συζητώντας τις σκέψεις αυτές, λοιπόν, η Αθηνά πρότεινε τη δημιουργία και ανάγνωση ηχογραφημένων ψηφιακών βιβλίων, έτσι ώστε να έχουμε και εμείς μία πηγή εσόδων κατά την περίοδο της απουσίας μας από το θέατρο. Στη συνέχεια, η ιδέα έφτασε στα αυτιά των σωστών ανθρώπων και, μαζί με τη βοήθεια των εταιριών Renegade Media και Sleed, είμαστε πλέον πάρα πολύ κοντά στο να ανοίξει το site για το κοινό. Ήδη έχουμε ηχογραφήσει γύρω στα 65 βιβλία, και στο εγχείρημα, πέρα από εμένα και την Αθηνά, συμμετέχει η Πέμη Ζούνη, ο Νίκος Κουρής, η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, ο Δημήτρης Καταλειφός και πολλοί ακόμη. Είμαστε πολύ ευτυχείς διότι μία μεγάλη ομάδα άξιων καλλιτεχνών αγκάλιασε την ιδέα, και συγχρόνως θα μείνει ως παρακαταθήκη μία ψηφιακή βιβλιοθήκη μεγάλων λογοτεχνικών κειμένων με φωνές συναδέλφων που αγαπάμε και θαυμάζουμε. Αναμένω ότι προς τις αρχές του επόμενου μήνα το άνοιγμα της πλατφόρμας θα ανακοινωθεί μετά φανών και λαμπάδων.
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί έναν από τους πρώτους σταθμούς της καλοκαιρινής σας περιοδείας. Τι θεατρικές αναμνήσεις σας έχει δημιουργήσει η πόλη;
Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από το 1990, όταν σαν δευτεροετής μαθητής του Θεάτρου Τέχνης είχαμε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να παίξουμε δύο παραστάσεις στο Θέατρο Κήπου και στο Θέατρο Δάσους. Θυμάμαι ότι η πόλη μου φάνηκε σαν ένας τόπος περίεργος και μαγικός, όπου ο κόσμος ερχόταν με άποψη, έβλεπε την παράσταση, και συμφωνούσε ή διαφωνούσε με τη δουλειά μας. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι οι Θεσσαλονικείς είναι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται πολύ καλά τη χρησιμότητα της παραστατικής τέχνης. Ξέρουν να είναι παρόντες, να απολαμβάνουν και να αναλαμβάνουν το καλλιτεχνικό γεγονός. Αυτό ακριβώς το στοιχείο με οδήγησε στο να κάνω συμπαραγωγές με ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, να ξεκινάω συχνά περιοδείες από εκεί, και φυσικά δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τη «συγγένειά» μου με την πόλη λόγω της καταγωγής της συζύγου μου. Έπειτα, στη Θεσσαλονίκη έχω εξαιρετικούς φίλους με τους οποίους μιλώ σχεδόν καθημερινά, και γενικώς τη νιώθω σαν έναν δεύτερο τόπο μου. Ξέρω, λοιπόν, ότι ανεβαίνω σε μία πόλη που ξέρει να ακούει και να βλέπει.
Συνέντευξη στη Λία Κατσανά