Το κτίριο που στεγάζει το Βασιλικό Θέατρο συνδέθηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από το 1961 και ήταν η πρώτη έδρα του. Η θεατρική ιστορία του, από την ανέγερσή του ως παράρτημα του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου μέχρι σήμερα, είναι αρκετά γνωστή. Όμως η αρχιτεκτονική αξία του αρχικού κτίσματος και η συμβολή του στην εξέλιξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα είναι κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό.
To Βασιλικό Θέατρο, κτισμένο το 1940, ανήκει στα ελάχιστα σημαντικά κτίσματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη. Τα λιτά πρωτοποριακά κτίρια του μοντέρνου κινήματος, όπως το παρθεναγωγείο στην Οδό Καρόλου Ντηλ του Ν. Μητσάκη, ή το σχολικό συγκρότημα στο Βαρδάρη του Θ. Βαλεντή, δυστυχώς δεν εκτιμήθηκαν ανάλογα από το κοινό της Θεσσαλονίκης. Η εμφάνιση των μοντέρνων κτιρίων στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ερχόταν σε πλήρη ρήξη με τα συντηρητικά εκλεκτικιστικά ή κλασικίζοντα κτίρια τα οποία κυριαρχούσαν στην πόλη. Πρωταγωνιστές του μοντέρνου κινήματος ήταν νέοι Έλληνες αρχιτέκτονες οι οποίοι, ακολουθώντας τους συναδέλφους τους της κεντρικής κυρίως Ευρώπης, επιχείρησαν να εισάγουν στην Ελλάδα τον μοντερνισμό όπως εκφράστηκε από τη Σχολή του Bauhaus, τον Le Corbusier, τα Διεθνή Συνέδρια της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM), κ.ά.
Το κτίριο του Θεάτρου σχεδιάστηκε το 1938 από τον γνωστό αρχιτέκτονα πολεοδόμο Κ. Δοξιάδη και τον Α. Σκέπερς κοντά στον Λευκό Πύργο και στον ομώνυμο «Κήπο», έναν τόπο κοσμικών συναντήσεων και ψυχαγωγίας όπου υπήρχε ακόμη ένα χειμερινό θέατρο, με σκοπό να ενταχθεί στο ευρύτερο πολιτιστικό παραλιακό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η μελέτη του Δοξιάδη έλαβε σοβαρά υπόψη τη γειτνίαση με τον Λευκό Πύργο. Όπως αναφέρει ο ίδιος «υπερισχύουν (στο κτίριο) αι οριζόντιοι χαμηλαί γραμμαί … ώστε αι υψηλαί κατακόρυφοι γραμμαί του Λευκού Πύργου να εξαίρωνται ακόμη περισσότερον».
Το Θέατρο που σχεδίασε ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος Δοξιάδης ήταν λιτό, χωρίς περιττές κατασκευές για διακοσμητικούς λόγους, σύμφωνα με τις αρχές του μοντερνισμού, και μπορούσε να υποδεχθεί τη διαθέσιμη τεχνολογία της εποχής. Επίσης, ακολουθούσε τις νέες τάσεις, οι οποίες στόχευαν στην ανάπτυξη μιας στενότερης σχέσης ανάμεσα στους ηθοποιούς και στο κοινό και παράλληλα στη μετατροπή του θεατρικού θεσμού από αριστοκρατική διασκέδαση σε θεσμό με όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση της κοινωνικής του βάσης. Οι ανανεωτικές πειραματικές αρχιτεκτονικές προτάσεις που υπερέβαιναν τη θεατρική παράδοση της ιταλικής σκηνής, παρουσιάστηκαν σε σημαντικές εκθέσεις που προωθούσαν τον μοντερνισμό, όπως το θέατρο του Henry van de Velde στην Έκθεση του Werkbund στην Κολωνία το 1914 και το θέατρο των αδελφών Perret στην Exposition des Arts Décoratifs στο Παρίσι το 1925. Έχοντας αυτές τις προτάσεις ως πρότυπο, ο Δοξιάδης σχεδίασε την τριμερή σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου με ένα περιστρεφόμενο κυκλικό τμήμα, διατηρώντας εν μέρει το βασικό χαρακτηριστικό της ιταλικής σκηνής, αλλά το φαρδύ της προσκήνιο ήταν ένα βήμα προς την ανοικτή σκηνή. Η πλατεία είχε ελαφρά αμφιθεατρική κλίση, με εκατέρωθεν βαθμιδωτά πλευρικά θεωρεία και εξώστη, συνολικής χωρητικότητας 1000 θέσεων, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις μιας κρατικής σκηνής που απευθυνόταν σε μεγάλο κοινό. Η πρωτοποριακή, για την εποχή, αρχιτεκτονική μελέτη προέβλεπε τη δυνατότητα να λειτουργεί το Θέατρο χειμώνα καλοκαίρι εφαρμόζοντας μια έξυπνη κατασκευαστική λύση. Στη μια στενή πλευρά της ορθογωνικής κάτοψης τοποθετήθηκε η σκηνή με καμπύλη στέγη και στην απέναντι πλευρά ένας αντίστοιχος τοίχος, στο ίδιο ύψος και με ίδια καμπύλη στέγη. Στις άλλες δυο πλευρές τοποθετήθηκαν συμμετρικά, εμφανή υποστυλώματα και δοκοί από οπλισμένο σκυρόδεμα όπου στηρίζονταν τα μεταλλικά ζευκτά της ανοικτής οροφής. Κατά τους χειμερινούς μήνες η κάλυψη των ανοικτών επιφανειών γινόταν με τέντα και πετάσματα που μπορούσαν να μαζεύονται. Δυστυχώς, η πρωτότυπη αυτή κατασκευή δεν λειτούργησε ικανοποιητικά. Το καλοκαίρι λόγω των ψηλών περιμετρικών τοίχων το Θέατρο ήταν ζεστό και πληκτικό, ενώ το χειμώνα πολύ κρύο λόγω της κινητής στέγασης και των μεγάλων ανοιγμάτων. Πολύ γρήγορα διασκευάστηκε πρόχειρα σε χειμερινή σκηνή αποκτώντας ελαφριά στέγη και παράθυρα.
Το 1962 το ΚΘΒΕ μεταφέρθηκε στο νεόκτιστο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Από τότε χρησιμοποιούσε το Βασιλικό Θέατρο μόνο για πρόβες. Έτσι το κτίριο εγκαταλείφθηκε σταδιακά και ερειπώθηκε, όπως και πολλά ακόμη μοντέρνα κτίρια της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, καθώς δεν υπήρξε καμία μέριμνα για την προστασία τους. Η απαξίωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής δημιουργίας της Γενιάς του ’30 στη σύγχρονη ελληνική πόλη είναι μια δυσάρεστη αλήθεια. Το Βασιλικό Θέατρο εντάχθηκε στο Τεχνικό Πρόγραμμα του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997. Η γήρανση των δομικών στοιχείων του κτιρίου αλλά και η αδυναμία να ανταποκριθεί στις σύγχρονες λειτουργικές απαιτήσεις οδήγησαν στην ανακατασκευή του. Ο ανασχεδιασμός από τους αρχιτέκτονες Κ. Κουρουσόπουλο και Ν. Σχολίδη είχε ως κεντρική ιδέα τη διατήρηση του αρχιτεκτονικού συντακτικού του Δοξιάδη. Εγκαινιάστηκε το 2000 και αποτελεί μόνιμη έδρα του ΚΘΒΕ, με χωρητικότητα 683 θέσεις. Διαθέτει ευρύχωρη σκηνή, φουαγιέ σε τρεις στάθμες, καμαρίνια, χώρο για πρόβες, χώρους διοίκησης και ένα καφέ με θέα προς τον Λευκό Πύργο.
Πηγές Δοξιάδης, Κ. «Το Βασιλικόν Θέατρον Θεσσαλονίκης», εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 8.7.1940. Παπαδόπουλος, Λ. (επιμ.) Μετασχηματισμοί του Αστικού Τοπίου. Αρχιτεκτονικές μελέτες και έργα του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997, Αθήνα: Λιβάνης, 2001. Φεσσά Εμμανουήλ, Ε. Η αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου 1720-1940, Αθήνα, 1994.
Γράφει η Βίκυ Κερτεμελίδου
Δρ. Αρχιτέκτων Μουσειολόγος
*Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 – ΑΝΟΙΞΗ 2021)