Βασίλης Παπαβασιλείου | Η μοναδικότητα της συγκίνησης είναι και η εκδίκηση του θεάτρου

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Βασίλης Παπαβασιλείου επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για να ανεβάσει σε πανελλήνια πρώτη το έργο του Μαριβώ «Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα». Συζητήσαμε μαζί του για τον έρωτα, τις πνευματικές και καλλιτεχνικές εμμονές, τα social media, την διαφορετικότητα αλλά και τη μοναδικότητα του θεάτρου.

Κύριε Παπαβασιλείου, είναι η πέμπτη φορά που σκηνοθετείτε έργο του Μαριβώ, προφανώς πρόκειται για έναν συγγραφέα που γνωρίζετε καλά.

Είναι πράγματι το πέμπτο έργο του Μαριβώ που ανεβάζω μέσα σε περίπου σαράντα χρόνια, δεν είναι λίγο αυτό. Δείχνει μία σταθερότητα και μία εμμονή σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τον συγκεκριμένο συγγραφέα και με τον κόσμο του. Είναι για εμένα ένας από τους δύο πυλώνες της σχέσης μου με τη σκηνή, ο Μαριβώ που είναι Γάλλος και ο Ιταλός συνάδελφός του, ο Γκολντόνι. Μιλάμε για αποκάλυψη ενός σταθερού έρωτα. Τώρα θα μου πείτε, σταθεροί έρωτες υπάρχουν; Στην περιοχή αυτή, την πνευματική, της τέχνης, υπάρχουν. Στη ζωή μπορεί να μην είναι τόσο εύκολο αλλά στην πνευματική περιοχή, όπου δεν εμπλέκεται υπό τη μορφή της αμοιβαιότητας ο ανθρώπινος παράγοντας εις διπλούν, εκεί είναι πιο εύκολο.

Ποια στοιχεία σας γοητεύουν σε αυτούςτους δύο συγγραφείς;

Νομίζω ότι αυτοί οι δύο συγγραφείς που γράφουν σε μία κομβική στιγμή του ευρωπαϊκού θεάτρου είναι σταθεροί, λειτουργούν περίπου σαν «φάροι» σε ό,τι αφορά τη σχέση και με το παρελθόν της σκηνής, με αυτό δηλαδή που υπήρχε πριν από αυτούς αλλά και με αυτό που ακολούθησε. Οδηγούν και σε μορφές σκηνικής έκφρασης που εγκαθιδρύονται και εμπεδώνονται αργότερα, τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Υπ΄ αυτήν την έννοια, μπορεί να πει κανείς ότι ο Μαριβώ είναι ένας ασύγχρονος σύγχρονός μας. Όπως και ο Γκολντόνι, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Μαριβώ πιο συγκεκριμένα γράφει σε μία εποχή που στο Παρίσι υπάρχουν δύο θίασοι, ο γαλλικός και ο ιταλικός και γράφει και για τους δύο θιάσους. Αγαπάει πάρα πολύ τους Ιταλούς και βεβαίως, αγαπάει και τους Γάλλους αλλά είναι πιο κριτικός απέναντι σε αυτούς. Και τι αγαπά στους Ιταλούς; Την αθωότητά τους, την ικανότητα της σωματικής μεταμόρφωσης και όλα αυτά που ανήκουν στην παράδοση του ιταλικού θέατρου. Ο γαλλικός παράγοντας είναι αυτός που ευνοεί τον λόγο, την εκφορά του κλπ. Στο τέλος παράγουν κάτι πολύ ενδιαφέρον και αποδεικνύουν ότι η ευρωπαϊκή υπόθεση, η ευρωπαϊκή ένωση συντελείται στην περιοχή του πνεύματος πριν αποφασιστεί πολιτικά και οικονομικά.

Μιλήστε μας λίγο για το έργο, τη «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα», στο οποίο έχετε επιμεληθεί τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία.

Ο Μαριβώ γράφει την «Έκπληξη του έρωτα» για τους Ιταλούς και πέντε χρόνια μετά γράφει τη «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα» για τους Γάλλους και αυτήν είναι που ανεβάζουμε εμείς τώρα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Οι συγγραφείς, ξέρετε, έχουν έμμονες ιδέες και ευτυχώς που έχουν έμμονες ιδέες, ειδάλλως δεν θα υπήρχαν. Εμείς οι κοινοί θνητοί κινδυνεύουμε ως άνθρωποι από τις έμμονες ιδέες μας αλλά η δημιουργία η καλλιτεχνική και η πνευματική είναι αδιανόητη, εκτός της σφαίρας των έμμονων ιδεών. Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο έργο έχει μεσολαβήσει η αλλαγή του περιβάλλοντος ανάμεσα στο ιταλικό και το γαλλικό πεδίο. Επίσης, ο Μαριβώ χάνει τη γυναίκα του και μένει με την κόρη του, σε ηλικία 4-5 ετών. Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα» ξεκινά, λοιπόν, από μία συνθήκη πένθους. Οι δύο βασικοί ήρωες πενθούν, η Μαρκησία κυριολεκτικά, γιατί έχει χάσει τον άνδρα της και ο Ιππότης μεταφορικά, γιατί η αγαπημένη του παντρεύεται κάποιον άλλον. Αυτά τα πρόσωπα, λοιπόν, πρέπει να ξαναέρθουν στη ζωή μεταφορικά, αν θέλετε να το πούμε έτσι. Και η δεύτερη έκπληξη του έρωτα είναι ακριβώς η ανάκληση στη ζωή. Είναι κάτι που μελετά ο συγγραφέας, το να ανακαλύψουν ξανά οι άνθρωποι τη δύναμη της κατάφασης στη ζωή, που προκύπτει από την ίδια τη ζωή. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στο έργο. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο 18ος αιώνας ανήκει στον Διαφωτισμό, είναι ο αιώνας του ρεαλισμού, καθώς αποσύρεται το θρησκευτικό πέπλο επάνω από τις κοινωνίες και οι άνθρωποι ανακαλύπτουν την πραγματικότητα με ρεαλιστικό τρόπο. Ο Μαριβώ έλεγε ότι ένας άνδρας μέχρι τα σαράντα του πρέπει να έχει γνωρίσει τουλάχιστον είκοσι γυναίκες, μία εύστοχη και σκληρή διαπίστωση, επαναστατική για την εποχή της. Στη σημείο αυτό θα ήθελα να πω ότι χαίρομαι που το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανεβάζει για πρώτη φορά αυτόν τον μεγάλο συγγραφέα που ανήκει στην ευρωπαϊκή κληρονομιά. Ο Μαριβώ, επειδή είναι μέγας παρατηρητής της ζωής, γράφει και με όρους δημοσιογραφικούς, κρατάει ημερολόγια και άλλα γραπτά κείμενα. Η παρατήρησή του επάνω στα ανθρώπινα πράγματα έχει πολύ μεγάλη δύναμη, αποτυπώνει καταστάσεις της ζωής και της περιοχής των ανθρώπινων αισθημάτων που ισχύουν διά πάσα εποχή.

Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι σήμερα ερωτευόμαστε παθιασμένα, χωρίς φραγμούς και δεύτερες σκέψεις;

Σήμερα είμαστε πολυπαραγοντικοί σε αυτόν τον τομέα, άλλες παράμετροι της ζωής καθορίζουν τη σχέση μας με τον έρωτα και τη διαμορφώνουν. Σήμερα όλοι βιάζονται, υπάρχει η ταχύτητα και η επιτυχία, ενώ δικαίωμα ύπαρξης έχει και η βραδύτητα και η αποτυχία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το θυμόμαστε στον πολιτισμό μας, διότι είμαστε όλοι μολυσμένοι από αυτόν τον κορωνοϊό της ταχύτητας και της επιτυχίας. Πανδημία είναι. Σήμερα, λοιπόν, έχουμε μία κατηγορία που είναι το one night stand που έχει μία πέραση. Μετά έρχεται ένα ιός, κυριολεκτικά εννοώ, όπως το HIV/AIDS ή ο κορωνοϊός, που μας καταδικάζει σε μία σχετική στέρηση. Σε αντίθεση με την εποχή μας, σε ό,τι αφορά τον κόσμο του Μαριβώ έχουμε εκπροσώπους μιας τάξης, όπως είναι η αριστοκρατική τάξη, που έχουν όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους. Έχοντας όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους, διακρίνονται από μία ακινησία του συμφέροντος.

Στην εποχή μας τα social media είναι αυτά που καθορίζουν την επικοινωνία των ανθρώπων; Φλερτάρουμε πιο πολύ μέσω διαδικτύου;

Εδώ υπάρχει η ηρωίδα ενός έργου που δεν έχει γραφτεί ακόμη, η οποία δηλώνει, «αν δεν είσαι σε οθόνη, δεν πρόκειται να σε αγαπήσω». Εδώ έχει πραγματοποιηθεί το όνειρο της παγκόσμιας εκφραστικής δημοκρατίας. Όλοι κολυμπάμε μέσα σε αυτόν τον ωκεανό, αυτό είναι μία κατάκτηση. Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη, γιατί κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, όπως έλεγε ένας μεγάλος Γερμανός στοχαστής, δεν υπάρχει τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι στην άλλη του όψη τεκμήριο βαρβαρότητας. Θα έλεγε κανείς ότι τα social media πραγματώνουν ένα παιδικό όνειρο της ανθρωπότητας, είναι φαρισαϊκό να μιλάμε για fake news. Η ψευδολογία ήταν στοιχείο που χαρακτήριζε τις κοινωνίες πριν την ανακάλυψη των νέων τεχνολογιών. Δεν ανακαλύψαμε τον τροχό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό εννοώ εδώ.

Σε ποια φάση βρίσκεται το θέατρο στην Ελλάδα σήμερα; Πώς «μεταφράζετε» εσείς το γεγονός της αύξησης των θεατρικών σκηνών;

Στην μεταπολεμική εποχή υπήρχε ένας νόμος περί αιθουσών τελέσεων δημοσίων θεαμάτων. Οι περιορισμοί που έθετε αυτός ο νόμος ήταν τέτοιοι, που αντικειμενικά κανείς από τους ανθρώπους που σήμερα έχουν ένα από τα λεγόμενα μικρά θέατρα δε θα μπορούσε να υπάρξει. Επετράπη να υπάρξει και ευτυχώς θα έλεγε κανείς. Οπότε ανάμεσα στην επιθυμία ενός ανθρώπου να κάνει θέατρο, να βγει στη σκηνή και στην πραγματοποίησή της μεσολαβούσε κάτι. Σήμερα δε μεσολαβεί τίποτα, αυτό είναι ένα δεδομένο. Ένα καινούργιο δεδομένο. Και πάνω σε αυτό το δεδομένο έχουμε 1.800 παραστάσεις κάθε χρόνο στην Αθήνα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτό είναι θετικό και μαζί αρνητικό. Αρνητικό σημαίνει το εξής: όταν έχει κανείς να υπερνικήσει και να υπερβεί ένα εμπόδιο στην επιλογή του, κατά τεκμήριο δίνει μια μάχη και έναν αγώνα γι αυτό. Σωστά; Στερείται δηλαδή της ευκολίας αλλά κερδίζει την αγωνιστική διάσταση της ζωής. Και η αγωνιστική διάσταση είναι μία σταθερά που δεν μπορεί να λείπει από τη ζωή του θεάτρου. Το να εκτοξεύονται κάθε χρόνο πεντακόσιοι νέοι στην «πασαρέλα» του θεάτρου δε σημαίνει τίποτα. Διότι η αποτίμηση αυτής της παραγωγής ανθρώπων κρίνεται στη μεγάλη διάρκεια. Είναι αυτό που λέει ο Στανισλάφκσι στο έργο του «Η ζωή μου στην τέχνη». Δηλαδή περνάς μια ζωή, ολόκληρη ζωή και δεν σου φτάνει για να κάνεις αυτή τη δουλειά που λέμε θέατρο. Τίθεται η εξής ερώτηση λοιπόν: πού βρίσκονται στα σαράντα τους χρόνια αυτοί που σήμερα βγαίνουν από τις θεατρικές σκηνές και κάθε χρόνο εμφανίζονται στο «προσκήνιο»; Η πραγματικότητα ξέρετε, για μένα, είναι ότι έχουμε εκατομμύρια αστέρια άνευ στερεώματος. Άνευ στερεώματος σημαίνει ότι δεν έχεις αστέρια αλλά αστρόσκονη.

Αλήθεια, τι συνιστά κατά τη γνώμη σας τη μοναδικότητα του θεάτρου;

Το θέατρο είναι μια υπόθεση που μπορεί να απογοητεύει σε βαθμό ευθέως ανάλογο με αυτόν που θα μπορούσε να συγκλονίσει. Και αυτό το πράγμα ήταν, είναι και θα είναι σπάνιο. Και αυτό δεν αναφέρεται σε είδη θεάτρου αλλά αναφέρεται ακριβώς σε αυτή τη συγκίνηση, είτε μιλάμε για ένα θέατρο που στοχεύει στην πλατιά κατανάλωση είτε για ένα θέατρο που ανήκει στο λεγόμενο -μακράν εμού η ιδέα ότι αυτός ο όρος έχει μια σημασία- ποιοτικό. Εγώ αναφέρομαι στη μοναδικότητα αυτής της συγκίνησης. Αυτή είναι και η εκδίκηση του θεάτρου. Στηρίζεται στη μοναδικότητα της συγκίνησης. Αυτή, που λέτε, ενεργοποιεί τη μνήμη του θεατή, ανοίγει την πόρτα εν δυνάμει στον χώρο της μνήμης των ανθρώπων. Διότι δεν μπορείς να ξαναδείς ένα έργο πεντακόσιες φορές. Δεν μπορείς. Στην καλύτερη περίπτωση μπορείς να ξαναπάς σε μία παράσταση δυο, τρεις ή και δέκα φορές. Αλλά η παράσταση κάθε φορά φτιάχνεται και συντίθεται από την παρουσία των συγκεκριμένων ανθρώπων, τη συγκεκριμένη βραδιά. Αυτό ακριβώς, ότι παράγει έναν χρόνο διαφορετικό από τον εκτός των τειχών του θέατρου χρόνο, αυτό είναι αν θέλετε το τίμημα που πληρώνει ακριβά αυτή η μοναδική υπόθεση που λέγεται θέατρο.

Η διαφορετικότητα ποια θέση έχει στο θεατρικό σανίδι σήμερα;

Το να μιλάμε για το θέατρο αποτελεί σχόλιο στη διαφορετικότητα. Οι Μούσες είναι πολλές και όχι μόνο μία. Επομένως, το διαφορετικό υπάρχει από καταβολής κόσμου. Οι θεοποιήσεις των θεμάτων και των μοτίβων είναι μια άλλη ιστορία που έχει να κάνει με την κοινωνική κωμωδία, στην οποία έτσι κι αλλιώς όλοι μετέχουμε.

Τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω, αν εσείς, μετά από σαράντα χρόνια που το υπηρετείτε, νιώθετε ότι πήρατε ή ότι «πληρώσατε» περισσότερα.

Δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω κάνει ακόμη τον απολογισμό μου. Φοβάμαι για τα αποτελέσματά του και έτσι τον παραπέμπω συνεχώς στο μέλλον.

Συνέντευξη στην Εύη Καλλίνη
Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν

ναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο freepress περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 – ΑΝΟΙΞΗ 2021)