Ιόλη Ανδρεάδη: Για να βρούμε την ταυτότητά μας, μας βοηθάνε οι ιστορίες


«Περασμένες μου Αγάπες», «Σβήσε τη Φλόγα», «Απόψε Φίλα Με» – υπό τους ήχους των αξέχαστων τραγουδιών του Μανώλη Χιώτη, η σκηνοθέτις Ιόλη Ανδρεάδη σκάβει βαθιά στην ταυτότητα του μεγαλοφυούς μουσικού και μας ταξιδεύει επί σκηνής στην ιστορία του με την παράσταση «MANOLIS / καρδιά σε τέσσερις χορδές».

Πώς αποφασίσατε να προσεγγίσετε θεατρικά την ιστορία ενός τόσο σπουδαίου μουσικού;

Γράψαμε το έργο από μια αγάπη για το έργο του Μανώλη Χιώτη. Φυσικά, η παράσταση δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή της οικογένειας Χιώτη, η οποία στάθηκε δίπλα μας με μία αίσθηση συμπόρευσης, εμπιστοσύνης και τολμώ να προσθέσω φιλίας και πνευματικής συγγένειας.

Ποια θεωρείτε πως είναι η κληρονομιά που μας έχει αφήσει ο Μανώλης Χιώτης;

Μιλώντας ως ακροάτρια, θεωρώ πως ο Χιώτης μας έχει αφήσει μία μουσική μεγάλης ευφυίας, καθώς μετατρέπει το κόνσεπτ, τη σκέψη σε πράξη προκαλώντας έντονα συναισθήματα. Ταυτόχρονα, οι στίχοι παίζουν με το στοιχείο της μνήμης, της ανάμνησης. Όλο αυτό το κάνει χωρίς να εκπίπτει σε ευκολίες και ταυτόχρονα καταφέρνοντας να δημιουργήσει τραγούδια πολύ αγαπημένα από το κοινό.

Λαϊκή και υψηλή τέχνη – τελικά τι τα ενώνει και τι τα χωρίζει;

Στην πραγματικότητα, ίσως δεν είναι πολλά αυτά που χωρίζουν τα δύο. Κάτι που τα συνδέει σίγουρα είναι η αίσθηση του μέτρου. Αν ένα έργο τέχνης διαθέτει αίσθηση του μέτρου, τότε μπορεί να αφορά και τους πολλούς και τους λίγους. Αντίθετα, όταν ένα λαϊκό τραγούδι πέφτει σε υπερβολές ή όταν ένα κομμάτι προορισμένο για τους λίγους γίνεται φλύαρο, τότε προσωπικά κουράζομαι.

Έχετε συνυπογράψει 15 έργα μαζί με τον Άρη Ασπρούλη. Πώς θα περιγράφατε τη δημιουργική σας χημεία;

Έχουμε κοινό κριτήριο για το τι μας αρέσει σε μία παράσταση και άρα στο τι θέλουμε από ένα θεατρικό έργο. Ο καθένας μας ως συγγραφέας διαθέτει διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχουμε αντιληφθεί και έτσι επωφελούμαστε ο ένας από τα καλά του άλλου. Η συνεργασία μας είναι αρμονική και αυτό φαίνεται συνήθως εκ του αποτελέσματος, αφού ανέβει η παράσταση.

Είστε σκηνοθέτις, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και πολλά περισσότερα – ποιο από όλα έχει καθορίσει περισσότερο την καλλιτεχνική σας ταυτότητα;

Πιστεύω πως όλα τα πράγματα στη ζωή μου πλουτίζουν το ότι είμαι σκηνοθέτις. Έχω μια εσωτερική ανάγκη να σκηνοθετώ, να δουλεύουμε μαζί με τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες μιας παράστασης πάνω σε ένα κείμενο. Η συγγραφή επίσης είναι ανάγκη διαρκείας στη ζωή μου, είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Έπειτα, η ακαδημαϊκή μου ιδιότητα λειτουργεί ευεργετικά στη δημιουργική δουλειά μου, διότι το καλλιτεχνικό μου κριτήριο διαμορφώνεται μέσα από τα διαβάσματα και τη διδασκαλία. Να προσθέσω πως η διδασκαλία και η επικοινωνία μου με τους φοιτητές επηρεάζονται και από την ταυτότητά μου ως μητέρας, αφού χάρη στα παιδιά μου απέκτησα παραπάνω εμπειρίες και ίσως και ένα νέο βάθος στη σκέψη μου.

Πώς μπορεί η τέχνη να μας βοηθήσει να βρούμε την ταυτότητά μας;

Για να αποπειραθεί κανείς να βρει την πραγματική ταυτότητά του, πρέπει αφενός να είναι ήρεμος και αφετέρου πρέπει να μπορεί να δει. Να δει, δηλαδή, ιστορίες, να αναγνωρίσει στοιχεία του εαυτού του και να παρηγορηθεί για πράγματα που δεν έχει ή για όσα έχει χάσει. Η τέχνη προσφέρει παρηγοριά στον πόνο και στην απώλεια. Συχνά μια παράσταση μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης που μας κάνει να καταλάβουμε πράγματα για τον εαυτό μας και τη ζωή.

Φεύγοντας από τις παραστάσεις σας, τι είναι ένα πράγμα που ελπίζετε να έχει κρατήσει το κοινό;

Χαίρομαι όταν οι θεατές φεύγουν από μία παράσταση λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό τους, λίγο πιο παρηγορημένοι και λίγο πιο φωτεινοί. Τα έργα σας έχουν ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά από όλες αυτές τις εμπειρίες, τι σας δένει με την Ελλάδα; Με την Ελλάδα με δένει η σταθερή συνεργασία μου με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, που είναι κάτι που προσφέρει πολλά στην ψυχή μου. Από εκεί και πέρα, όσο ζούσα στην Αγγλία, μου έλειπε το να δουλεύω με την ελληνική γλώσσα και τα νοήματά της. Τώρα, συγκεκριμένα με τη Θεσσαλονίκη, με συνδέουν εικόνες από το πατρικό μου σπίτι στην οδό Λασσάνη 7. Εκεί βρισκόταν ο οίκος μόδας που λειτουργούσε η γιαγιά μου, Φιλομένη Ανδρεάδη, και πριν η μητέρα της, η Κατίνα Παξιμαδά. Δημιουργούσαν μοναδικά ρούχα με εκλεκτά υφάσματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ στα ντεφιλέ τους συμμετείχαν σταρ όπως η Λαμπέτη και η Βουγιουκλάκη, φίλες της γιαγιάς μου. Έχω τις πιο γλυκές αναμνήσεις από τη γιαγιά μου και θα ήθελα να απευθύνω από εδώ ένα κάλεσμα σε όσους διαθέτουν ρούχα του οίκου Παξιμαδά, ώστε να έρθουν σε επαφή μαζί μου και να τα συγκεντρώσουμε, διατηρώντας τη μνήμη ζωντανή.

Μετά τον «MANOLIS», πού θα ήθελε να οδηγηθεί η Ιόλη;

Στα επόμενα επαγγελματικά σχέδιά μου, το 2025, περιλαμβάνονται η θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, καθώς και το επόμενο βήμα στην Αμερική, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Λία Κατσανά
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κώστας Αμοιρίδης

Αναδημοσίευση από το εξαμηνιαίο free press περιοδικό του ΚΘΒΕ «ΠΡΑΞΗ» (ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2024- ΑΝΟΙΞΗ 2025)

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *