Χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός με πάνω από 45 χρόνια ανελλιπούς παρουσίας στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή. Αυτή τη σεζόν, ο Δημήτρης Παπάζογλου διοχετεύει τη δημιουργική του ενέργεια σε δύο παραστάσεις του ΚΘΒΕ και, με αυτή την αφορμή, μας μιλά για τη σχέση του με το θέατρο, την πορεία του στην τέχνη, τις αξιομνημόνευτες συνεργασίες του παρελθόντος αλλά και τη διαφορά του τότε με το ακραίο τώρα.
Τη φετινή σεζόν σάς απολαμβάνουμε όχι σε μία, αλλά σε δύο παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Πόσο διαφέρουν μεταξύ τους και πώς ανταποκρίνεστε στις ανάγκες της κάθε μίας;
Το «Βίρα τις Άγκυρες» το είχα χορογραφήσει το ‘97 στο Εθνικό Θέατρο, οπότε θεωρώ ότι ήδη ξέρω την παράσταση αρκετά καλά. Η διαφορά με την εποχή εκείνη είναι ότι δεν έχω την πολυτέλεια να έχω στη διάθεσή μου 14 χορευτές και χορεύτριες. Αντιθέτως, εργάζομαι με τους καλλιτέχνες του ΚΘΒΕ οι οποίοι έχουν πολλή όρεξη και θέληση – αυτό είναι πολύ σημαντικό και τους ευχαριστώ όλους αλλά και τον Αστέριο Πελτέκη για τη συνεργασία. Όσον αφορά στους «Κωμικούς» του Δημήτρη Πιατά, και αυτή η παράσταση θα είναι βατή, αφού οι μουσικές είναι οικείες και το έργο αντιπροσωπεύει την αισθητική του βωβού κινηματογράφου.
Ένα από τα έργα στα οποία συμμετέχετε είναι αφιερωμένο στην ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης. Πώς έχετε βιώσει το συγκεκριμένο – παρεξηγημένο ίσως – είδος στη δική σας καριέρα;
Η Ελλάδα είναι μία χώρα παρεξηγήσεων – είναι μέρος του DNA μας. Η επιθεώρηση ήταν ένα λαϊκό είδος, το ίδιο όμως ισχύει και για την όπερα, το βοντβίλ και τα ρεμπέτικα. Ωστόσο, η επιθεώρηση είχε δύναμη, γιατί είχε αστέρια «αναρριχημένα» από το εισιτήριο του λαού. Σήμερα, δυσκολεύονται οι ηθοποιοί να γίνουν αναγνωρίσιμοι, διότι οι θεατές δεν δίνουν την ανάλογη προσοχή όταν βλέπουν κάτι μέσα στο σπίτι τους.
Πού συναντώνται ο χορός και το θέατρο;
Για να γίνει κάποιος χορευτής, πρέπει να σπουδάσει κλασικό χορό, και μετά να ειδικευτεί σε αυτό που του ταιριάζει. Από εκεί και πέρα, σε οτιδήποτε κάνουμε, το θέατρο είναι παρόν. Αν θέλεις να χορέψεις στη «Λίμνη των Κύκνων» και να ερμηνεύσεις τον Πρίγκιπα, πρέπει να είσαι ηθοποιός. Οι μεγάλες προσωπικότητες, όπως η Κάλλας και ο Νουρέγιεφ, ξεχώρισαν ακριβώς γιατί ήταν και ερμηνευτές, έφεραν δηλαδή το θέατρο στην τέχνη τους.
Ξεκινήσατε την πορεία σας σε μία εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Σε σύγκριση με τότε, ποιες ευκαιρίες έχει στη σημερινή Ελλάδα ένας επαγγελματίας χορευτής;
Ίσως η εξέλιξη του κάθε ανθρώπου, σε οποιοδήποτε είδος, να είναι μια συγκυρία. Εγώ ήμουν την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος – το ελληνικό θέατρο έβγαινε από τη χούντα και ήθελε κάτι φρέσκο. Σήμερα υπάρχουν χορευτές που είναι πιο μορφωμένοι, αλλά δυστυχώς είμαστε υπερβολικά πολλοί και δεν έχουμε πού να διοχετεύσουμε την τέχνη μας. Επίσης, οι περισσότεροι δεν θέλουν να εργαστούν στο μουσικό θέατρο – όλοι ασχολούνται με τις ομάδες. Και, φυσικά, υπάρχει το πρόβλημα της έλλειψης αξιοκρατίας, μία από τις γνωστές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Θεωρείτε ότι στην εποχή μας εκφραζόμαστε και συμπεριφερόμαστε με πιο ακραίο τρόπο απ’ ό,τι παλαιότερα;
Άκρα υπήρχαν πάντα, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Τώρα πια, δεν είναι τόσο αγριευτικά τα άκρα, όσο η αγανάκτηση των ανθρώπων. Μέχρι πριν από την κρίση, όλοι βιώναμε το αμερικάνικο όνειρο. Όμως, αυτή η φούσκα έσκασε στα χέρια άλλων και την πέταξαν στις πλάτες μας. Αυτό ήταν μία μεγάλη αδικία που δεχτήκαμε σαν λαός. Είναι η πίεση ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος που θέλει πλούσια κράτη με φτωχούς πολίτες και μία μόνο κάστα ανθρώπων με καλύτερο επίπεδο ζωής. Αν δείτε όλο τον πλανήτη μας, είναι σε αναβρασμό. Γι’ αυτό δημιουργούνται τα άκρα, γι’ αυτό δημιουργείται η βία, και το βλέπουμε κυρίως στα παιδιά που εκπαιδεύονται από νωρίς για μία βιαιότητα μέσα από τα video games.
Έχετε συνεργαστεί με κάποιες από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του παρελθόντος. Από ποια σύμπραξη έχετε κρατήσει αξιομνημόνευτες αναμνήσεις και περιστατικά;
Από κάθε συνεργασία μου έχω κάτι να κρατήσω. Όλοι οι άνθρωποι έχουν προτερήματα και ελαττώματα, οπότε από σένα εξαρτάται τι θα εισπράξεις από αυτούς. Σίγουρα η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν αυτή που μου έδωσε την ευκαιρία να χορογραφήσω την «Εύθυμη Χήρα», και μου επέτρεψε να αποδείξω στον εαυτό μου ότι έχω τα προσόντα να γίνω χορογράφος. Αν, λοιπόν, μιλάω σήμερα σαν επαγγελματίας που έχει πορευτεί στον χώρο, το χρωστάω στην Αλίκη. Και από το ‘80 μέχρι τη στιγμή που έφυγε, ήμουν ο χορογράφος της, γιατί είχαμε μία απίστευτη επικοινωνία και χημεία.
Πώς βρίσκετε την ισορροπία στην καθημερινότητά σας; Τι είναι αυτό που σας ηρεμεί και σας αποφορτίζει;
Επαγγελματικά, η ενασχόλησή μου με το τραγούδι και την ηθοποιία μού δίνει τη δυνατότητα να κάνω μουσικές παραστάσεις. Αυτό με ανανεώνει ψυχολογικά και με κάνει να εκτονώνομαι συναισθηματικά. Το βλέπω και στις δύο παραστάσεις του ΚΘΒΕ – είμαι ξεκούραστος και βλέπω το θέατρο με διαφορετικό βλέμμα. Έπειτα, εκτός δουλειάς, απολαμβάνω πολύ τα ταξίδια, γιατί ταξιδεύοντας, παίρνει κανείς νέες πληροφορίες, μαθαίνει για τη ζωή του και μπορεί να την καλυτερεύσει.
Συνέντευξη : Λία Κατσανά
Φωτογραφίες : Κώστας Αμοιρίδης